![](https://entermessinia.gr/wp-content/uploads/2018/06/DIKASTHRIA-KALAMATAS-1024x495.jpg)
Σωστή ενημέρωση του ιατρού = Σωστή αντιμετώπιση του ασθενούς!
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ δικαστική απόφαση (αριθμ. αποφ. Τριμ. Διοικ. Πρ. Α568/17) εκδόθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Καλαμάτας με αφορμή αγωγή αποζημίωσης που είχαν ασκήσει οι συγγενείς (μητέρα, γιαγιά και θείος) κατά του Νοσοκομείου Καλαμάτας για το θάνατο βρέφους 11 μηνών που απασχόλησε την ποινική δικαιοσύνη το 2015. Η απόφαση αυτή δέχθηκε συνυπαιτιότητα της μητέρας σε ποσοστό 80% και του ιατρού σε ποσοστό 20% για τον θανάσιμο τραυματισμό από πτώση του βρέφους στο σπίτι της μητέρας, και έκρινε ότι η μητέρα με την γιαγιά το έτος 2007, όταν τραυματίσθηκε το βρέφος στο σπίτι τους ξεφεύγοντας από την προσοχή τους, όταν μετέβησαν στο Νοσοκομείο Καλαμάτας δεν παρείχαν αξιόπιστες πληροφορίες στους θεράποντες ιατρούς αναφορικά με την αιτία τραυματισμού του παιδιού τους ούτε επεξηγήθηκε επαρκώς ο μηχανισμός κάκωσης (πτώση από κρεβάτι), ο οποίος λόγω χαμηλού ύψους δεν δικαιολογούσε τα απεικονιστικά ευρήματα της αξονικής τομογραφίας που έγινε στο βρέφος από ιδιωτικό κέντρο (εκτεταμένο επισκληρίδιο αιμάτωμα αριστερά, οφειλόμενο σε πολλαπλά κατάγματα κρανίου). Η παροχή σαφούς ιστορικού από τους οικείους, ως προς το μηχανισμό κάκωσης, όπως αναφέρει η δικαστική απόφαση ήταν ζήτημα πλέον κρίσιμο για την έγκαιρη διάγνωση και ορθή αντιμετώπιση του περιστατικού, όπως κατέθεσαν και οι ειδικοί μάρτυρες ιατροί (νευροχειρουργοί), δεδομένου ότι, κατά την αρχική εξέταση στο Νοσοκομείο Καλαμάτας, το παιδί δεν έφερε εξωτερικά σημεία τραυματισμού όπως διαπιστώθηκε από τους ιατρούς αλλά και όπως ανέφερε η μητέρα στην ένορκη κατάθεσή της η δε νευρολογική εκτίμηση δεν ήταν αποκλίνουσα. Ετσι, παρά τις δοθείσες συστάσεις για άμεση επιστροφή στο Νοσοκομείο σε περίπτωση κλινικής επιδείνωσης, οι συγγενείς δεν επανήλθαν σε αυτό αμέσως μετά την υποτροπή του βρέφους, αντίθετα η μητέρα επέλεξε να επισκεφθεί ιδιώτη οικογενειακό τους ιατρό και να προχωρήσει σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου σε ιδιωτικό διαγνωστικό κέντρο, ενέργειες που επιβράδυναν τη διάγνωση και την αντιμετώπιση του περιστατικού, αφού η εισαγωγή του παιδιού στο Νοσοκομείο Καλαμάτας και η διακομιδή αυτού στην εξειδικευμένη Νευροχειρουργική Κλινική του Νοσοκομείου Τριπόλεως έγιναν αφού είχε πλέον χαθεί πολύτιμος χρόνος, ο οποίος ήταν ζωτικότατης σημασίας, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο πόρισμα της Ε.Δ.Ε., στην έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του νευροχειρουργού Δ.Α και σύμφωνα με τα όσα ενόρκως κατέθεσε ο νευροχειρουργός Π.Σ. της Νευροχειρουργικής Κλινικής του Παναρκαδικού Νοσοκομείου. Με τα δεδομένα αυτά και συνεκτιμώντας το δικαστήριο ότι: α) ότι οι μητέρα και γιαγιά είχαν την αποκλειστική ευθύνη για την ασφάλεια του βρέφους εντός της οικίας τους, όπου και συνέβη, παρουσία και των δύο, το επίμαχο ατύχημα και β) ότι τα τραύματα που έφερε το παιδί ήταν ιδιαιτέρως μεγάλης βαρύτητας, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ενάγουσες βαρύνονται με συντρέχον πταίσμα κατά ποσοστό τουλάχιστον 80%, στην επέλευση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θάνατο του ως άνω συγγενούς τους, ενώ για τον γιατρό καταλόγισε το δικαστήριο ποσοστό ευθύνης 20% με την αιτιολογία ότι δεν ενήργησε άμεσο ακτινολογικό έλεγχο και δεν έκανε εισαγωγή του βρέφους στο Νοσοκομείο για 24ωρη παρακολούθηση. Ο γιατρός δικαιολόγησε τη στάση του αναφέροντας στο ποινικό δικαστήριο, ότι όταν κλήθηκε να εξετάσει το βρέφος στα Επείγοντα του Νοσοκομείου ρώτησε την μητέρα για το περιστατικό ότι εξέτασε το βρέφος και αυτό ανταποκρινόταν στα εξωτερικά ερεθίσματα και τις κινήσεις που του έκανε ο ιατρός, δεν έφερε καμμιά εξωτερική κάκωση, εκδορά ή θλαστικό τραύμα, (στοιχείο που δέχονται και οι συγγενείς) δεν βυθιζόταν αλλά έκλαιγε ζωηρά και γενικά έδειχνε ένα μωρό που είχε αρίστη κλινική εικόνα και δεν εμφάνιζε νευρολογικά συμπτώματα, δηλαδή είχε συμπεριφορά ενός φυσιολογικού μωρού. Η ηλικία του, οι συνθήκες της πτώσης από αρκετά χαμηλό ύψος όπως δηλώθηκε και γενικά η κλινική εικόνα του δεν επέβαλαν να του γίνει από την πρώτη στιγμή καμμία άλλη εξέταση καθότι είχε πραγματοποιηθεί ό,τι ακριβώς επιβάλει η ιατρική επιστήμη και δεοντολογία και κάθε άλλη εξέταση, χωρίς ενδείξεις (όπως π.χ. μία αξονική τομογραφία εγκεφάλου, σε ένα βρέφος με φυσιολογική κλινική εικόνα και αντιδράσεις θα επιβάρυνε το βρέφος με σημαντική ποσότητα ακτινοβολίας, ενώ η απλή ακτινογραφία δεν ενδείκνυται για τις περιστάσεις αυτές διότι δεν δείχνει τίποτα απολύτως. Ο γιατρός επίσης ισχυρίσθηκε ότι την ίδια εξέταση είχαν πραγματοποιήσει άλλοι δύο ιατροί πριν από τον εν λόγω χειρουργό (ο παιδίατρος και ο ως άνω γιατρός που τον ειδοποίησε και δεν είχαν διαπιστώσει τίποτα το ανησυχητικό).
Ο χειρουργός ζήτησε προληπτικά να παραμείνει το βρέφος στο Νοσοκομείο για παρακολούθηση και για να τύχει άμεσης αντιμετώπισης εάν παρουσίαζε με την πάροδο της ώρας κάποιο ανησυχητικό σύμπτωμα, ότι παρέμεινε περίπου μία ώρα, ότι συναντήθηκαν η μητέρα του βρέφους με τον ιατρό και του ανέφερε πως το παιδί κοιμόταν ήσυχα, δεν εμφάνιζε κάποιο ανησυχητικό σημάδι και εξεδήλωσε την επιθυμία να πάρει το παιδί στο σπίτι της, δεδομένου πως έμενε κοντά στο Νοσοκομείο (στην πόλη της Καλαμάτας), ο δε ιατρός της είπε πως εφόσον επιθυμεί να φύγει μπορεί να το πράξει, πλην όμως της συνέστησε να παρακολουθεί το παιδί και μόλις θα έφθαναν στο σπίτι, να επιχειρεί συνεχώς να το ξυπνάει για να διαπιστώσει μήπως το παιδί παρουσιάζει αφύσικη ή έντονη υπνηλία και αν οι κόρες των ματιών του δεν συμπεριφέρονταν ομαλά δηλαδή όπως ήταν πριν την πτώση. Πέντε περίπου ώρες αργότερα όταν το παιδί υποτροπίασε και διαπιστώθηκε από το ιδιωτικό διαγνωστικό κέντρο της Καλαμάτας ότι το παιδί έφερε επισκληρίδιο αιμάτωμα, έγινε επείγουσα διακομιδή στο νευροχειρουργικό κέντρο του Νοσοκομείου της Τρίπολης, χειρουργήθηκε εκεί και καθαρίσθηκε το αιμάτωμα που έφερε εσωτερικά στη συνέχεια διακομίσθηκε στην Αθήνα στο Νοσοκομείο Παίδων λόγω της σοβαρότητας της καταστάσεώς του, όπου την επομένη ημέρα χειρουργήθηκε εκ νέου χωρίς αποτέλεσμα με συνέπεια να καταλήξει την επομένη ημέρα.
ΣΧΟΛΙΟ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΟ ΤΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ ΧΡΗΣΤΟ ΑΡΧΟΝΤΗ
Σχολιάζοντας την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ο Νομικός Σύμβουλος του Νοσοκομείου Καλαμάτας Χρήστος Αρχοντής (φωτό), επεσήμανε: «την ιδιαίτερη σημασία που προσλαμβάνει για την αντιμετώπιση ενός περιστατικού, ιδίως όταν πρόκειται για βρέφη που δεν μπορούν να δώσουν ιστορικό, από την σωστή και πλήρη ενημέρωση των συγγενών προς τους ιατρούς. Στον ιατρό σχηματίσθηκε η εντύπωση ότι οι ενέργειές του στο Νοσοκομείο ήταν απόλυτα συμβατές με την ιατρική επιστήμη και τα πρωτόκολλα αντιμετώπισης τέτοιων περιστατικών, δεδομένου ότι παρόμοια περιστατικά αντιμετωπίζονται ανάλογα με τον τρόπο – μηχανισμό της κάκωσης, δηλαδή πτώση από μικρό ή μεγάλο ύψος κ.τ.λ. εάν έχει νευρολογικά συμπτώματα, κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα και ο χρόνος που έχει περάσει από το ατύχημα. Είναι πολύ εύκολο και συνάμα σύνηθες όταν προσκομίζεται ένα τέτοιο περιστατικό σαν το συγκεκριμένο στο νοσοκομείο, εάν ο τρόπος κάκωσης δεν προβληματίζει ιδιαίτερα τον θεράποντα ιατρό σύμφωνα μ’ αυτά που αναφέρουν οι συνοδοί, όταν δεν αναφέρονται ή δεν παρατηρούνται κάποια συμπτώματα κλινικά ή δεν διαπιστώνεται κάτι εργαστηριακά όπως με ακτινολογικό έλεγχο να δίνονται οδηγίες στους γονείς ή τους συνοδούς για επαγρύπνηση στο σπίτι, αν προκληθεί κάτι ανησυχητικό στο παιδί τους και άμεση επαναφορά στο Νοσοκομείο. Ισως αυτή, να ήταν μία από τις πολλές οριακές περιπτώσεις που καλούνται οι γιατροί να αντιμετωπίσουν με κίνδυνο να υπάρξει μία απρόβλεπτη ξαφνική δυσμενής εξέλιξη που θα του προσδώσει τον χαρακτηρισμό της αμελούς συμπεριφοράς, χωρίς στην ουσία να υπάρχει αμέλεια αφού ακολουθείται η συνήθης αντιμετώπιση. Ο γιατρός δεν έχει υπερφυσικές δυνατότητες και όταν πολλάκις εξαντλεί χωρίς κλινικά ευρήματα τις λοιπές εξετάσεις κινδυνεύει να αντιμετωπίσει την δυσαρέσκεια των συγγενών και ασθενών που θεωρούν ότι ταλαιπωρούνται. Είναι σίγουρα από τις εξαιρετικά δύσκολες περιπτώσεις που δεν γνωρίζεις την κατάληξη, αλλά αυτό που πρέπει να εντοπίσουμε στην πιο πάνω δικαστική απόφαση, είναι η σημασία που πρέπει να δείχνουν οι συγγενείς στην ορθή ενημέρωση των ιατρών, στην αναφορά του ιστορικού νοσηλείας κατά το παρελθόν, εάν υπάρχει, στην προσκόμιση βιβλιαρίων και λοιπών ιατρικών εγγράφων, κ.λ.π., στοιχεία αναγκαία για μια κατ’ αρχήν ορθή διάγνωση και ακολούθως αντιμετώπιση του περιστατικού».