ΣτΕ: Εξίσωση επιδομάτων θέσης ευθύνης για όλους τους προϊσταμένους του Δημοσίου
Στην εξίσωση των επιδομάτων θέσης ευθύνης για όλους τους προϊσταμένους του Δημοσίου και ευρύτερου δημόσιου τομέα οδηγεί απόφαση του ΣτΕ.
Συγκεκριμένα, όπως αποφάσισε η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, οι προϊστάμενοι των τμημάτων της Ιατρικής και Νοσηλευτικής υπηρεσίας των νοσοκομείων δεν μπορούν να λαμβάνουν μικρότερο ποσό ως επίδομα θέσης από ότι οι υπόλοιποι προϊστάμενοι άλλων τμημάτων ακόμη κι αν εισπράττουν επιπλέον και επίδομα ανθυγιεινής εργασίας.
Με την απόφαση αυτή που ανοίγει το δρόμο και σε άλλους εργαζόμενους με ανάλογη θέση να διεκδικήσουν τυχόν διαφορές, το ΣΤΕ δικαίωσε 15 άτομα που κατείχαν θέση ευθύνης από 1.1.2016 έως 30.6.2016 στον «Ευαγγελισμό» και έπαιρναν επίδομα 250 ευρώ μηνιαίως ενώ οι προϊστάμενοι τμημάτων της Διοικητικής Υπηρεσίας του νοσοκομείου λάμβαναν 290 ευρώ. Οι εν λόγω μειώσεις προβλέπονταν στο νόμο 4354/2015 που περιελάμβανε μέρος των προαπαιτούμενων που είχαν θέσει οι θεσμοί το καλοκαίρι του 2015 προκειμένου να εκταμιευτούν οι δόσεις του δανείου προς τη χώρα μας ώστε να αντιμετωπιστεί η δημοσιονομική κρίση.
Οι ενάγοντες ισχυρίζονταν στην προσφυγή τους ότι αν και κατείχαν θέσεις ευθύνης και καλούνταν να φέρουν εις πέρας τα καθήκοντά τους υπό αντίξοες συνθήκες στην υποστελεχωμένη νοσηλευτική υπηρεσία του νοσοκομείου, υφίστανται αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση σε σχέση με τους προϊσταμένους τμημάτων της διοικητικής υπηρεσίας του νοσοκομείου και τους λοιπούς προϊσταμένους τμημάτων Δημοσίου διότι τους χορηγείται μειωμένο εν σχέσει με αυτούς το επίδομα θέσης ευθύνης.
Το σκεπτικό της απόφασης
Οπως αναφέρουν μεταξύ άλλων οι σύμβουλοι επικρατείας στο σκεπτικό της υπ. Αριθμ. 874/2018 απόφασής τους, η συγκεκριμένη μείωση «αντίκειται στην αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται με το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος , δεδομένου ότι η εξαίρεση των προϊσταμένων τμημάτων της Νοσηλευτικής Υπηρεσίας των νοσοκομείων… δεν παρίσταται δικαιολογημένη, ενόψει και των αναφερόμενων στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, κατά την οποία το σύστημα αμοιβών που θεσπίζεται υπόκειται μεταξύ άλλων στις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, που κατοχυρώνονται με την μισθολογική εξέλιξη, ανάλογα με τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα του υπαλλήλου, καθώς και με την προσωπική του απόδοση, δηλαδή την προσωπική του αξία και ικανότητα, που αποτιμάται για κάθε πρόσωπο με ίσους όρους , σε συνάρτηση με το επίπεδο θέσης ευθύνης που κατέχει , τις συγκεκριμένες συνθήκες εργασίας , την άσκηση των αρμοδιοτήτων και την επίτευξη της εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας στην οποία ανήκει…».
Σημειώνουν επίσης ότι η καταβολή μειωμένου επιδόματος θέσης ευθύνης «δεν δικαιολογείται ούτε από το ότι οι προϊστάμενοι τμημάτων της Νοσηλευτικής Υπηρεσίας των νοσοκομείων λαμβάνουν …επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, διότι αφενός μεν το επίδομα αυτό καταβάλλεται για άλλη αιτία από το επίδομα θέσης ευθύνης, αφετέρου δε το εν λόγω επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας δεν καταβάλλεται μόνο στους υπηρετούντες στη Νοσηλευτική Υπηρεσία των νοσοκομείων αλλά και σε άλλες κατηγορίες υπαλλήλων , σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 του ως άνω νόμου, χωρίς να εξαιρούνται ,άλλωστε, από την καταβολή του όσοι λαμβάνουν λόγω της θέσης τους και επίδομα θέσης ευθύνης κατά το άρθρο 16 του ίδιου νόμου…».
Οι δύο μειοψηφούσες απόψεις ανέφεραν αφενός η μία (Αντιπρόεδρος Αθανάσιος Ράντος, οι Σύμβουλοι Αικ.Χριστοφορίδου,Μ.Κωνσταντινίδου,Μ.Γκορτζολίδου,Α.Χλαμπέα,Σ.Βιτάλη και η Πάρεδρος Α.Σδράκα που δεν έχει δικαίωμα ψήφου) ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί καθώς οι εν λόγω υπάλληλοι λάμβαναν και επίδομα ανθυγιεινής εργασίας , αφετέρου η άλλη (όπως διατυπώθηκε από τον Σύμβουλο Μ. Πικραμένο) ότι η επίμαχη ρύθμιση για τους προϊσταμένους τμημάτων της Νοσηλευτικής Υπηρεσίας των νοσοκομείων δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, και ότι «σε κάθε περίπτωση η διαφοροποίηση αυτή δεν συνιστά εκδήλως άνιση μεταχείριση, ώστε να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο».
Η παραπάνω αγωγή εισήχθη προς κρίση αρχικώς στην επταμελή σύνθεση του Στ’ Τμήματος του ΣτΕ αλλά λόγω του ότι αφορούσε ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου προκειμένου να εκδικαστεί με το θεσμό της «πιλοτικής» δίκης.