Μπορεί το παιδικό όνειρο του Τζον Καγιούλη να ήταν η παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών, αλλά ο δρόμος μέχρι να φτάσει εκεί ήταν, αν μη τι άλλο, συναρπαστικός – χωρίς ροδοπέταλα αλλά με πολλές ανατροπές και μότο του το «Think Big». Όλα ξεκίνησαν όταν φτάνοντας στο λύκειο αποφάσισε σχεδόν εν μία νυκτί να γίνει… μηχανοσυνθέτης αεροσκαφών. «Όταν πήγα στην πρώτη λυκείου, κατάλαβα ότι δεν μου αρέσει καθόλου να διαβάζω. Ποτέ δεν ήμουν μαθητής του “20”. Και λέω “τι θα κάνω λοιπόν στη ζωή μου;”. Επειδή έπιαναν πολύ τα χέρια μου, διαβάζοντας ένα βιβλίο σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού για το σχετικό τεχνικό λύκειο και τις σχολές του, σκέφτηκα ότι θα είναι σπουδαίο να λέω ότι είμαι μηχανικός αεροσκαφών, θα με βλέπουν οι άλλοι και θα με θαυμάζουν. Οπότε γράφτηκα στο τεχνικό λύκειο Φιλαδέλφειας και, μόλις πήρα το πτυχίο, έδωσα σε διαγωνισμό του ΑΣΕΠ που έκανε τότε η Ολυμπιακή και πέρασα» μου λέει ενώ απολαμβάνουμε ένα κυριακάτικο brunch στο Politia Tennis Club.

Από το 2000 μέχρι το 2003 δούλεψε στη βαριά συντήρηση αεροσκαφών, πρόλαβε μάλιστα τη μετακόμιση από το Ελληνικό στα Σπάτα. «Τα χρήματα ήταν πολύ καλά για την ηλικία μου και έκανα δωρεάν ταξίδια σε όλο τον κόσμο. Ήταν μία πολύ υπεύθυνη δουλειά, με κοινωνικό στάτους. Στην αρχή μου άρεσε πολύ, αλλά μετά βαρέθηκα. Πολλή μουντζούρα…» λέει γελώντας και εξηγεί πώς αποφάσισε να αλλάξει ρότα σπουδάζοντας μάρκετινγκ στο New York College, με προοπτική να φύγει για μεταπτυχιακά στην Αμερική. «Γράφτηκα στο πρώτο εξάμηνο ενώ παράλληλα δούλευα, οργάνωνα μεγάλα danceparties. Κάπου εκεί, όμως, συνειδητοποίησα ότι μάλλον δεν ήταν το σωστό βήμα για μένα. Είπα “θα βγω από το κολέγιο και τι θα κάνω; Θα γίνω ένας υπάλληλος”. Εμένα τα όνειρά μου ήταν άλλα. Μου άρεσε το επιχειρείν. Και σε αυτό αποφάσισα να επενδύσω».

Εκείνη την εποχή, λοιπόν, ο Τζον μέσω της φίλης του Σάντυς Αρμένη γνώρισε έναν Ελληνοαμερικάνο που ήθελε να κάνει στη Νέα Υόρκη ένα μουσικό κανάλι για τους ομογενείς. «Μετά από μερικές συναντήσεις μαζί του, αναλάβαμε μαζί με τη Σάντυ και τη Λίζα, την κόρη του επιχειρηματία, να δημιουργήσουμε αυτό το κανάλι. Νοικιάσαμε τις παλιές εγκαταστάσεις ενός μουσικού καναλιού στην Ελλάδα, βρήκαμε παρουσιαστές και ξεκινήσαμε την παραγωγή των εκπομπών στην Αθήνα. Πριν ξεκινήσει ακόμα το livestreaming, στέλναμε τις εκπομπές γραμμένες σε κασέτες με κούριερ. Μια φορά, μάλιστα, αργήσαμε και το κούριερ δεν θα προλάβαινε να φτάσει την άλλη μέρα στη Νέα Υόρκη. Έτσι, πήρα ένα φίλο μου πιλότο, τότε που υπήρχε ακόμα η απευθείας πτήση της Ολυμπιακής για Νέα Υόρκη, και βάλαμε την κασέτα στο πιλοτήριο για να φτάσει εγκαίρως. Πάντα έβρισκα μια λύση» διηγείται γελώντας ο πολυμήχανος Τζον.

Τα δύο χρόνια που ακολούθησαν ζούσε μεταξύ Ελλάδας και Νέας Υόρκης. Μέχρι που το κανάλι έκανε τον κύκλο του και για τον Τζον ξεκίνησαν νέες περιπέτειες. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ανέλαβε το μάρκετινγκ σε μεγάλη ναυτιλιακή εταιρεία (κάνοντας την κίνηση-ματ να βάψει όλα τα πλοία ροζ, κάτι που τότε έκανε αίσθηση), δημιούργησε τη δική του δισκογραφική εταιρεία με Έλληνες καλλιτέχνες διοργανώνοντας παράλληλα events που συζητιούνταν (όπως όταν ανέλαβε την παράσταση In House Project στο Μέγαρο Μουσικής με την Demmy, τους Playmen και ένα lineup γνωστών DJs) και μπήκε πιο δυναμικά στο χώρο της διασκέδασης. Από τα sold out πάρτι σε σημαντικά σημεία συνάντησης της Αθήνας, ξεκίνησε το δικό του cocktail bar, το Hope, στην Κηφισιά. «Στην αρχή δεν είχαμε άδεια, υπήρχαν πολλά προβλήματα, παρόλο που πηγαίναμε πολύ καλά. Δυστυχώς, ό,τι πηγαίνει πολύ καλά ενοχλεί, ό,τι ενοχλεί το πολεμούν, έτσι δεν προχώρησε. Αλλά από κάθε βήμα μαθαίνεις και μια αποτυχία ανοίγει το δρόμο για την επιτυχία» λέει.

Ο Τζον, άλλωστε, ποτέ δεν το έβαζε κάτω. Μετά από μια σειρά επιχειρηματικών κινήσεων στο χώρο της εστίασης και της διασκέδασης, ήρθε και η συνεργασία με τους αδελφούς Πιτσιλή, που τον έφεραν στο μετοχικό σχήμα ενός ιστορικού μαγαζιού, του Balthazar, της πιο must καλοκαιρινής αυλής στην Αθήνα, με το restaurant πλέον να είναι ανοιχτό όλο το χρόνο και τα ηνία στην κουζίνα να έχει πάρει ο μοναδικός Χριστόφορος Πέσκιας – «ο σταρ του μαγαζιού μας», όπως τον αποκαλεί ο Τζον. «Είχαμε μπει τότε τρεις φίλοι 30άρηδες –εγώ, ο Πέτρος Απαλάκης και ο Σταύρος Μαντόπουλος– να δώσουμε μία φρέσκια πνοή. Μπήκα σε ένα χώρο που δούλευαν σχεδόν όλα στον αυτόματο, η καθημερινότητα ήταν τέλεια οργανωμένη κι έτσι είχες τη δυνατότητα να είσαι δημιουργικός και να σχεδιάζεις το κάτι παραπάνω, κάτι που μου έδωσε τεράστια χαρά γιατί πριν έκανα πολλή “λάντζα”, που λέω κι εγώ. Δώσαμε βαρύτητα στο να έχουμε τοπ προϊόν και τοπ υπηρεσίες, ώστε όποιος έρχεται στο μαγαζί να θέλει να ξαναέρθει».

Το Balthazar «πάει τρένο», η εταιρεία του, Voice Entertainment, που έχει μαζί με τον Τίτο Αντύπα, αποκτά όλο και μεγαλύτερο πελατολόγιο (κάνοντας από εταιρικές ταυτότητες και διαφημιστικά σποτ μέχρι συμβουλές μάρκετινγκ και διοργάνωση events) και κάπου εκεί έρχεται και το παιδικό όνειρο: ο κινηματογράφος.

Πηγή: People