Χειμώνας του 1982 στην Αθήνα, με το κρύο να περονιάζει τα κόκαλα. Στην στάση του λεωφορείου που κάνει το δρομολόγιο από τον Περισσό στο κέντρο της Αθήνας, περιμένουν ο Τζίμης Πανούσης, ο Γιάννης Δρόλαπας -κιθαρίστας στις «Μουσικές Ταξιαρχίες»- και ο αείμνηστος ντράμερ του συγκροτήματος Βαγγέλης Βέκιος. Όταν φτάνει και ανεβαίνουν, ο Τζιμάκος προχωράει προς τα πίσω και φτάνοντας στην θέση που καθόταν μια σχετικώς ηλικιωμένη κυρία ξεστομίζει το αμίμητο: «Γιαγιά, σήκω να κάτσω, είμαι κουρασμένος»!

Η παραπάνω ιστορία είναι μόνο μία από τις πολλές που έχτισαν τον μύθο ενός ανθρώπου που πήγε την σάτιρα στα άκρα, ενώ για πολύ κόσμο ήταν ό,τι πιο κοντινό είχαμε στον Αριστοφάνη.
Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγήσει κανείς την είσοδό του στην Ευελπίδων μετά από μήνυση για περιύβριση του συμβόλου της ελληνικής σημαίας, σαν… τυφώνας και μπροστά σε δεκάδες δημοσιογράφους και κάμερες άρχισε να φωνάζει: «Ναι, εγώ είμαι, εγώ την σκότωσα…», σκορπώντας άφθονο γέλιο;

«Προσπαθούμε να παίξουμε στην μουσική τον ρόλο που παίζει ο Γκουσγκούνης στον κινηματογράφο. Ο Γκουσγκούνης αν και παρεξηγημένος έχει κάνει πολλά πράγματα, γιατί καταργεί την τέχνη. Αυτό θέλουμε να κάνουμε κι εμείς, να καταργήσουμε την τέχνη».
Αυτά έλεγε ο Πανούσης όταν κυκλοφόρησε ο πρώτος δίσκος των «Μουσικών Ταξιαρχιών» πριν από 36 χρόνια, προκαλώντας σάλο σε μια Ελλάδα, όπου ίσχυε ακόμη ο νόμος της λογοκρισίας.

Δείτε τη συνέχεια στο Protothema.gr