Γυναικοκτονία στους Αμπελόκηπους: Τι ισχυρίστηκε στην απολογία του ο 39χρονος που σκότωσε με σφυρί την σύζυγό του
«Θέλω να ζητήσω μια ειλικρινή συγγνώμη από τα παιδιά μου», ανέφερε στην απολογία του ο 39χρονος, ο οποίος κρίθηκε προφυλακιστέος το μεσημέρι της Τρίτης (10/12), για την άγρια δολοφονία της 32χρονης συζύγου του, με σφυρί, στους Αμπελόκηπους.
Της Άννας Κανδύλη
Υπενθυμίζεται, ότι την προηγούμενη Πέμπτη (5/12), ο 39χρονος κάλεσε ο ίδιος τις Αρχές, ενημερώνοντας ότι έχει σκοτώσει τη γυναίκα του και την έχει στο πατάρι, ενώ παραδέχτηκε ότι την είχε δολοφονήσει μια εβδομάδα πριν.
Όπως ο ίδιος ανέφερε στην απολογία του, εξαιτίας της πράξης του στερήθηκαν την παρουσία της μητέρας τους, τα παιδία του. «Θέλω να ζητήσω μια ειλικρινή συγγνώμη από τα παιδιά μου» ανέφερε χαρακτηριστικά, ενώ απευθύνθηκε και προς τους γονείς και τα αδέρφια της συζύγου του, αναφέροντας πως τους στέρησε την κόρη και αδελφή τους αλλά κι από τον ίδιο του τον εαυτό, που, όπως είπε του στέρησε τον άνθρωπο που είχε τη μεγαλύτερη σημασία, καθώς σύμφωνα με τον ίδιο: «έδινε νόημα στην ύπαρξη του, μετά τα παιδιά του!».
«Την άκουσα να λέει ότι θα έπαιρνε το μεγάλο μας γιο και θα έφευγε»
Περιγράφοντας τα όσα έγιναν την ημέρα της δολοφονίας, ο κατηγορούμενος είπε πως γύρω στις 1:30 π.μ., ξύπνησε και διαπίστωσε ότι η σύζυγος του έλειπε από δίπλα του. Τότε, όπως ανέφερε, την αναζήτησε και την βρήκε στο μπάνιο που μιλούσε στο τηλέφωνο με ανοιχτή ακρόαση, σε video κλήση. Όπως είπε, «την άκουσα να λέει ότι θα έπαιρνε το μεγάλο μας γιο και θα έφευγε ενώ στην άλλη πλευρά του τηλεφώνου ακουγόταν μία αντρική φωνή (η οποία μάλιστα προσομοίαζε στην φωνή παιδικού μου φίλου) που ανταποκρινόταν θετικά στα λεγόμενα της».
Τότε ο 39χρονος, όπως ανέφερε, της ζήτησε να έρθει στο δωμάτιο για να μιλήσουν. Όπως είπε, εκείνη ήρθε κι ενώ στην αρχή του αρνήθηκε ότι μιλούσε στο τηλέφωνο (αποκρινόμενη ότι δήθεν έβλεπε «βιντεάκια»), στη συνέχεια παραδέχθηκε ότι μιλούσε με άντρα και συγκεκριμένα το παιδικό του φίλο, ενώ του δήλωσε ταυτόχρονα ότι θα έπαιρνε το μεγάλο παιδί και θα έφευγε, αφού αυτός, όπως υποστήριξε, δεν είχε χρήματα, αποδίδοντας του μάλιστα τους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς ότι «είναι ανθρωπάκι», «λίγος» και ότι «μια ζωή κοιμάται με το ψέμα της».
«Θόλωσα τόσο πολύ»
Όπως ισχυρίστηκε ο 39χρονος, προσπαθώντας να διατηρήσει μάταια την ψυχραιμία του την ρώτησε για ποιο λόγο θα πάρει το μεγάλο παιδί μαζί της, αφού έχουν δύο παιδιά, ενώ εκείνη του απάντησε με απόλυτη ψυχρότητα κοιτάζοντας τον κατάματα ότι ο Ρ. δεν είναι δικό του παιδί.
«Ξεστομίζοντας εκείνη τη στιγμή μία αδιανόητη για εμένα πραγματικότητα, με οδήγησε σε τόσο έντονη ψυχική υπερδιέγερση, η οποία πυροδότησε τον ανεξέλεγκτο εκείνο μηχανισμό μέσα μου, που είχε ως συνέπεια τον άδικο χαμό της… Θόλωσα τόσο πολύ ακούγοντας ότι το παιδί μου, που λατρεύω, δεν ήταν δικό μου, και χωρίς κανένα έλεγχο των πράξεων μου, έπιασα ένα σφυρί από την τσάντα των εργαλείων που χρησιμοποιώ στην οικοδομή και είχα εντός της κρεβατοκάμαρας και της κατάφερα ένα χτύπημα στο κεφάλι», ανέφερε.
Συνεχίζοντας, είπε, ότι έπεσε πάνω στο κρεβάτι της και εντελώς τυφλωμένος από τα έντονα συναισθήματα που βίωνε εκείνη τη στιγμή, έπιασε το καλώδιο ενός φορτιστή που ήταν δίπλα του και το έσφιξε στο λαιμό της. Όταν λίγα δευτερόλεπτα αργότερα κατάλαβε τι είχε συμβεί, τρελάθηκε και προσπάθησε να την επαναφέρει δύο φορές. «Την πίεζα στο στήθος και προσπάθησα να την κάνω να αναπνεύσει αλλά δεν κατάφερα τίποτα. Ήμουν σε κατάσταση πανικού. Την σκέπασα και την έβαλα στην ντουλάπα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ, δεν ήξερα τι να κάνω»
Μετά τη δολοφονία της συζύγου του, ο γυναικοκτόνος υποστήριξε ότι τα παιδιά δεν είχαν ξυπνήσει και δεν άκουσαν τίποτα. Το πρωί έφυγαν για το σχολείο, χωρίς να παραξενευτούν για την απουσία της μητέρα τους, αφού άλλωστε πάντοτε αυτός τα καλούσε στο τηλέφωνο για να επιβεβαιώσει ότι είχαν ξυπνήσει και θα έφευγαν για το σχολείο, αφού ο ίδιος αναχωρούσε νωρίς, γύρω στις 6 για να μεταβεί στη δουλειά του.
«Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ, δεν ήξερα τι να κάνω», είπε ο ίδιος. Ο 39χρονος ανέφερε επίσης, ότι δεν μπορούσε να πιστέψει τι είχε συμβεί και ότι δεν το χωρούσε ο νους του, ενώ ήθελε, όπως είπε, να το πει στις αρχές γιατί δεν άντεχε άλλο το βάρος, κι έτσι, κάλεσε την αστυνομία και με απόλυτη ειλικρίνεια τους είπε τα πάντα. Από την μοιραία στιγμή που διαδραματίστηκαν αυτά τα γεγονότα, μέχρι και την αυθόρμητη εμφάνιση του στις Αρχές, ανέφερε ότι «βίωνε καθημερινά μια ουσιαστική και συνειδητή ενδοσκόπηση που τον οδήγησε να επιζητήσει την αυτοτιμωρία του. Άλλωστε, ποτέ δεν σκέφτηκε να τραπεί σε φυγή…».
Ακόμα και τα μηνύματα που απέστειλε στον γιο του από το κινητό της μητέρας του, αποκλειστικό σκοπό είχαν να καθησυχάσουν τα παιδιά του και όχι να αποκρύψουν την άδικη πράξη του, όπως υποστήριξε, αφού άλλωστε είχε το χρονικό περιθώριο να τα διαγράψει και δεν το έκανε, αλλά αντίθετα, τα έθεσε ο ίδιος υπόψη των Αρχών κατά το στάδιο της προανάκρισης.
«Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν τα συναισθήματα μου. Θα έδινα τα πάντα να γυρνούσα το χρόνο πίσω για να αλλάξω αυτό που έγινε σε μία στιγμή ανεξέλεγκτης οργής», ολοκλήρωσε ο 39χρονος.