Άγιος Παΐσιος – Ο πιο πρόσφατος Άγιος, “ο ασυρματιστής του Θεού”

Ο γέροντας Παΐσιος, Άγιος πια είναι μια μορφή που έχει χαραχτεί στην καρδιά και στην ψυχή πολλών ανθρώπων. Όσοι είχαν την τύχη ή την ευλογία όπως λένε να τον γνωρίσουν ακόμη και σήμερα, τον αισθάνονται δίπλα τους.

Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Παΐσιος ή κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου του 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας της Μικράς Ασίας. Στις 7 Αυγούστου του ίδιου έτους  και μάλιστα μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα βαφτίζεται από τον ιερέα της ενορίας Αρσένιο και μετέπειτα Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη. Και κάπου εδώ ξεκινάει το πρώτο μυστήριο. Ενώ οι γονείς του ήθελαν να του δώσουν το όνομα του παππού του, ο Άγιος Αρσένιος επέμενε να πάρει το δικό του.Υποστήριζε ότι το παιδί αυτό θα γινόταν καλόγερος στην θέση του. Οι γονείς υποχώρησαν λόγω του σεβασμού που είχαν στο πρόσωπο του Αγίου. Κατά την διάρκεια της βάπτισης και με το που ακούγεται το «βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Αρσένιος» ένας λαμπερός σταυρός σχηματίστηκε στο μέτωπο του μωρού. Όπως ανέφερε ο Άγιος Αρσένιος στους γονείς του μωρού, η Χάρις του Θεού του είπε : «Αυτός θα είναι ο διάδοχός σου».

 Στις 14 Αυγούστου του 1924 ξεκίνησαν το μεγάλο ταξίδι του διωγμού για την Ελλάδα. Λίγο καιρό αργότερα ένα ακόμα μυστήριο θα σημάδευε την ζωή του Αγίου.  Στο καράβι που τους μετέφερε, μέσα στο συνωστισμό κάποιος πάτησε το βρέφος και κινδύνεψε να πεθάνει. Όμως ο Θεός κράτησε στη ζωή τον εκλεκτό του γιατί έμελλε να γίνει χειραγωγός πολλών ψυχών στη βασιλεία των ουρανών. Ο γέροντας βέβαια, από ταπείνωση έλεγε αργότερα «αν είχα πεθάνει τότε που είχα τη χάρη του βαφτίσματος θα με έριχναν στη θάλασσα να με φάνε τα ψάρια και τουλάχιστον θα μου έλεγε ευχαριστώ κανένα ψαράκι και θα πήγαινα στον Παράδεισο».

Στην πορεία των χρόνων και καθώς ο Αρσένιος μεγάλωνε φανερωνόταν όλο και περισσότερο η κλίση του προς τα Θεία αλλά και η επιθυμία του να γίνει καλόγερος. Οι γονείς του αλλά και οι υπόλοιποι συγγενείς είχαν αρχίσει να ανησυχούν ότι θα το χάσουν το παιδί και ότι θα γίνει μοναχός. Τότε ήρθε κάποιος θείος του από την Αθήνα, φιλόλογος, ο οποίος τους είπε: «Αφήστε με και θα τον τακτοποιήσω». Καλεί τον Αρσένιο και του λέει: «Μην είσαι φανατικός. Ο Χριστός ήταν ένας μεγάλος άνθρωπος όπως ήταν ο Βούδας και ο Μωάμεθ. Μην είσαι τόσο σίγουρος ότι είναι Θεός ο Χριστός». Στην αρχή αντέδρασε ο Αρσένιος αλλά η ζημιά είχε γίνει. Ο Διάβολος είχε αρχίσει να τον πειράζει τόσο που σταμάτησε να πηγαίνει να προσεύχεται. Δεν κοιμόταν, είχε αμφιβολίες ως που στο τέλος αποφάσισε λέγοντας «Είναι δεν είναι Θεός ο Χριστός, εγώ θα τον αγαπώ και θα προσεύχομαι». Τρέχει τότε στο ξωκλήσι της Αγίας Βαρβάρας και αρχίζει να προσεύχεται με κλάματα. Μέσα στο γοερό του κλάμα και τις προσευχές ζήτησε από τον Χριστό να του δείξει ένα σημάδι ότι είναι ο αληθινός Θεός. Μετά από ώρες κλάμα και προσευχής και ενώ ήταν σκυφτός στη μέση της εκκλησίας, ανοίγει η Ωραία Πύλη μόνης της και παρουσιάζεται ο Χριστός με το Ευαγγέλιο ανοιχτό και του λέει: «Αρσένιε, εγώ είμαι η ανάστασις και η ζωή, ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνει ζήσεται».

Στις 20 Απριλίου του 1948 κλήθηκε να υπηρετήσει την πατρίδα και τα μυστήρια συνεχίζονται. Λίγο πριν παρουσιαστεί πήγε και προσευχήθηκε στην Παναγία να μην χρειαστεί να σκοτώσει άνθρωπο μιας και η θητεία του θα γινόταν εν μέσω του εμφυλίου πολέμου. «Παναγία μου, φύλαξέ με να μην σκοτώσω άνθρωπο.» Έτσι και έγινε, πήρε την ειδικότητα του ασυρματιστή η οποία και τον απάλλαξε από την ένοπλη συμμετοχή του στον πόλεμο. Η αγάπη του προς τους άλλους έφθανε μέχρι θυσίας. Ο νυν μοναχός Αρσένιος από την Κέρκυρα, και τότε κος Παντελής Τζέκος, συστρατιώτης του Αρσένιου διηγείται ένα περιστατικό που εμπλουτίζει ακόμα περισσότερο τα μυστήρια της ζωής του Αγίου. Αναφέρει πως κοντά στη Ναύπακτο κάνανε μια μάχη. Εκεί που υποχωρούσαν γιατί είχαν περισσότερες δυνάμεις οι αντάρτες, έπεσε και χτύπησε γιατί είχε ένα βαρύ ασύρματο στην πλάτη. Όταν έφτασαν οι υπόλοιποι στρατιώτες ο Αρσένιος είδε ότι ο συστρατιώτης του έλειπε. Χωρίς καν να το σκεφτεί βγάζει τον ασύρματό του και τρέχει. Του φώναζαν οι στρατιώτες: «Άσ’ τον αυτόν. Πάει αυτός, χάθηκε». Πέρασε ανάμεσα από τα ανταλλασσόμενα πυρά έφτασε στον πληγωμένο φαντάρο, τον σήκωσε στην πλάτη του και τον γύρισε πίσω. Ο λοχαγός του Αρσένιου τότε του είπε: «Εσύ κάποιον άγιο είχες και σε βοήθησε και βοήθησες και τούτον εδώ».

 

Ο ίδιος ο Άγιος μας διηγείται μία ακόμα ιστορία από τον στρατό. Μία ιστορία που κατέχει μια ακόμα θέση στα μυστήρια της ζωής του. «Σε μια μάχη, είχα σκάψει μια μικρή λακκούβα. Έρχεται ένας και μου λέει: Να μπω κι εγώ; Στριμώχτηκα και με δυσκολία χωρέσαμε. Έρχεται κι άλλος. Τον άφησα και αυτόν και εγώ βγήκα έξω. Σε μια στιγμή με παίρνει ένα βλήμα ξυστά στο κεφάλι. Δεν είχα κράνος. Φορούσα μόνο κουκούλα. Πιάνω με το χέρι μου το κεφάλι. Δεν βλέπω αίματα. Το ξαναπιάνω. Τίποτα. Το βλήμα είχε περάσει ξυστά από το κεφάλι μου και μου είχε ξυρίσει μόνο λίγο τα μαλλιά κι έκανε μια γραμμή, 6 πόντους φάρδος, χωρίς μαλλιά και ούτε γρατζουνιά δεν άφησε. Το είχα κάνει με την καρδιά μου. Καλύτερα είπα να σκοτωθώ μια φορά εγώ παρά να σκοτωθεί ο άλλος και μετά να με σκοτώνει η συνείδησή μου σε όλη μου τη ζωή.»

Τον Μάρτιο του 1953 ο Αρσένιος ήταν έτοιμος να πραγματοποιήσει την μοναχική του κλίση. Έτσι επέλεξε να πάει στο Άγιον Όρος. Η ζωή τότε στο μέρος αυτό ήταν πολύ δύσκολη σε θέματα διαβίωσης. Ο ίδιος μας διηγείται. «Όταν είχαν σωθεί τελείως οι μπαταρίες μου και οι δυνάμεις μου είχαν εξαντληθεί έζησα ένα γεγονός. Μια νύχτα ενώ προσευχόμουν όρθιος ένιωσα κάτι να κατεβαίνει από πάνω και να με περιλούζει ολόκληρο. Αισθανόμουν μια αγαλλίαση, και τα μάτια μου έγιναν δυο βρύσες που έτρεχαν συνέχεια δάκρυα. Έβλεπα και ζούσα αισθητά τη Χάρη. Μέχρι τότε, συγκινήσεις και τέτοια είχα αισθανθεί πολλές φορές, αλλά τέτοιο πράγμα πρώτη φορά μου συνέβη. Ήταν τόσο δυνατό πνευματικά αυτό το γεγονός, που με στήριξε και κράτησε για δέκα περίπου χρόνια, μέχρι που αργότερα, στο Σινά έζησα μεγαλύτερες καταστάσεις με άλλο τρόπο.»

Κάποτε ο Γέροντας ήταν άγρυπνος και νηστικός και περίμενε το μοτόρι, το μικρό βαρκάκι που τους περνούσε στο Άγιον Όρος. Από την εξάντληση δεν αισθανόταν καλά. Φοβήθηκε να μην λιποθυμήσει εκεί και τον δουν οι εργάτες. Έκανε κουράγιο και πήγε πίσω από μια ντάνα ξύλα. Σκέφτηκε προς στιγμήν να παρακαλέσει την Παναγία και αμέσως είπε στον εαυτό του: «Άθλιε, την Παναγία για το ψωμάκι την έχουμε;» Και μόλις το είπε αυτό, εμφανίζεται η Παναγία προσφέροντάς του ζεστό ψωμί και σταφύλι.

Την περίοδο που είχε επιστρέψει στην Κόνιτσα για να αναστηλώσει την Μονή Στομίου και συγκεκριμένα μια ημέρα στο δρόμο έγινε κάτι μοναδικό. Καθώς περπατούσε σε ένα μονοπάτι μέσα από το δάσος, βγήκε μια αρκούδα μπροστά του. Τότε ο Παΐσιος χωρίς να το σκεφτεί έβγαλε ένα πρόσφορο και της λέει «Πάρ’ το και φύγε». Τότε η αρκούδα πήρε το πρόσφορο και έφυγε χωρίς να του επιτεθεί. Είναι πολλές οι μαρτυρίες των ανθρώπων που αναφέρονται στην ικανότητα του Αγίου να μιλάει στα ζώα και εκείνα να τον υπακούν.

Άλλοι πάλι αναφέρουν πως κάθε φορά που είχε πονοκέφαλο ακουμπούσε το κεφάλι του στην εικόνα της Παναγίας και ο πόνος έφευγε. Επίσης ζύμωνε πρόσφορα χωρίς προζύμι, απλά και μόνο τα σταύρωνε και αυτά φούσκωναν. Θα πρέπει για την ιστορία να αναφέρουμε πως όταν ο Αρσένιος και η οικογένεια του μαζί με το υπόλοιπο χωριό έφυγαν από τα Φάρασα και πέρασαν στην Ελλάδα πριν εγκατασταθούν μόνιμα στην Κόνιτσα έμειναν για ένα μεγάλο διάστημα στο κάστρο της Κέρκυρας. Στο συγκεκριμένο μέρος ήταν που εκοιμήθη και ο Όσιος Αρσένιος ο οποίος δεν ακολούθησε τους υπόλοιπους στην Κόνιτσα. Μάλιστα λίγες μέρες πριν φύγουν, πήρε στην αγκαλιά του τον μικρό Αρσένιο, μωρό ακόμα, τον ευλόγησε και του είπε προφητικά: «Μια μέρα θα έρθεις να με πάρεις από εδώ».

Και κάπου εδώ ξεκινά ένα ακόμα μυστήριο. Τον Οκτώβριο του 1958 πηγαίνει στην Κέρκυρα. Εκεί αναζήτησε τον παλιό φίλο και συστρατιώτη του, Παντελή Τζέκο ο οποίος μας αφηγείται και την ιστορία που ακολούθησε.

«Το βράδυ λοιπόν του λέω: Έκανες τόσο δρόμο και δε θα φας κρέας;

Όχι, δεν τρώμε κρέας, λέει.

Λέω  «Τι θα φας;»

Λέει «Οσφρίζομαι χόρτα».

«Χόρτα», του λέω, «θα φας;»

Λέει «ναι».

«Είσαι στα καλά σου;» του λέω.

Λέει «Ναι, αυτό θα φάω».

Όταν έφαγε, πήγαμε και κοιμηθήκαμε, ο ένας στο ένα κρεβάτι κι ο άλλος στο άλλο κρεβάτι. Το βράδυ σηκωνότανε, ήτανε δωδεκάμισι η ώρα κι απέναντι ήτανε τα εικονίσματα και ήρθε από πάνω μου να ιδεί εάν κοιμάμαι. Εγώ έκανα πως κοιμόμουνα. Γονάτισε, προσευχότανε και ξανάφυγε πάλι και πήγε στο κρεβάτι του.

Στις δυόμισι η ώρα πάλι ξανασηκώθηκε. Πάλι ήρθε από πάνω μου να δει αν κοιμάμαι. Το ίδιο έκαμε, σηκώθηκε, έφυγε, επήγε μέσα, επήγε στο κρεβάτι του, κοιμήθηκε. Στις τεσσερισήμισι η ώρα ξανασηκώθηκε. Ξανά πάλι προσευχή.  Στις έξι η ώρα μου λέει «Σήκω, θα φύγουμε για να κάνουμε την ανακομιδή των λειψάνων.»

Του λέω δεν θα πάμε να κάνουμε την ανακομιδή των λειψάνων γιατί ήταν 8-9 Οκτωβρίου. 8 ήρθε, 9 Οκτωβρίου, και έβρεχε.

«Γιατί;» μου λέει.

«Γιατί», λέω, «όταν αρχίζει να βρέχει εδώ πέρα από τον Οκτώβρη, τελειώνει 10 Ιανουαρίου, 8 – 10 Ιανουαρίου».

Πάντα η Κέρκυρα έχει αυτό το πρόβλημα. Λέει «Θα πάμε και δε θα περάσουμε 200 μέτρα, και θα σταματήσει η βροχή». Επειδή τον ήξερα εγώ από τον στρατό λέω « καλά, ας πάρω και μια ομπρέλα μαζί μου».

Βγαίνοντας από το σπίτι, δεν προλάβαμε να κάνουμε λίγα βήματα και η βροχή σταμάτησε.

Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1962 ο γέροντας πήγε στο Όρος Σινά. Την περίοδο που έφτασε εκεί είχε μεγάλη ανομβρία. Σε φυσιολογικές συνθήκες στην περιοχή αυτή βρέχει πολύ αραιά. Την χρονιά όμως εκείνη ήταν ιδιαίτερα αισθητή η έλλειψη νερού γιατί είχε τριάμισι χρόνια να βρέξει. Ένα καραβάνι ετοιμάστηκε να πάει να κουβαλήσει νερό από μακριά. Ο Παΐσιος τότε τους είπε: «Περιμένετε. Μην πάτε απόψε». Την νύχτα έκανε προσευχή και έβρεξε πολύ.

Επιστρέφοντας στο Άγιον Όρος η φήμη του είχε εξαπλωθεί με αποτέλεσμα πλήθος πιστών να τον επισκέπτονται στο κελί του στην Παναγούδα. Πολλοί από αυτούς αναφέρουν πως ενώ δεν γνώριζε ότι θα τον επισκεφθούν, ήταν έξω και τους περίμενε γνωρίζοντας ήδη τα ονόματά τους αλλά και το θέμα που τους απασχολούσε. Άλλοι πάλι αναφέρουν πως ενώ τον περίμεναν έξω από το κελί του, ξαφνικά εμφανιζόταν δίπλα τους χωρίς να τον έχουν ακούσει να έρχεται.  Υπάρχουν και αυτοί που μαρτυρούν πως πολλές φορές τον είχαν δει να τον λούζει ένα δυνατό λευκό φως. Τόσο δυνατό που δεν μπορούσαν να τον κοιτάξουν για πολύ ώρα.

Την Τρίτη 12 Ιουλίου του 1994 σε ηλικία 69 ετών εκοιμήθη. Από τότε έως και σήμερα υπάρχει πλήθος ανθρώπων που αναφέρει πολλά μυστήρια όσον αφορά τον Άγιο και ακόμα περισσότεροι αναφέρονται στις προφητείες του. Μην ξεχνάμε ότι τον αποκαλούσαν «ο ασυρματιστής του Θεού» και ίσως έτσι μετέφερε τις θεϊκές βουλές. Το τι είναι αλήθεια και τι φαντασία κανείς δεν ξέρει.

Περισσότερες λεπτομέρειες για την ζωή του Αγίου μπορείτε να βρείτε στο κανάλι MYSTERY PLACE PROJECT.

Ακολουθήστε το Mystery Place Project στο  facebook 

Ακολουθήστε το Mystery Place Project στο Instagram 

Κάντε εγγραφή στο Κανάλι στο Youtube ώστε να ενημερώνεστε για τα βίντεο που ανεβαίνουν

Παρακολουθήστε στο βίντεο για τον Άγιο 

 

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ