Οι “Βρυκόλακες” του Ερρίκου Ίψεν έρχονται από την Μικρή Σκηνή του ΜΕΘ
Η Μικρή Σκηνή του Μεσσηνιακού Ερασιτεχνικού Θεάτρου αποφάσισε να ανεβάσει ένα πολύ ιδιαίτερο και αρκετά απαιτητικό έργο, τους “Βρυκόλακες” νορβηγικά Gengagere (=αυτοί που περπατούν ξανά στη γη) , Ghosts στα αγγλικά του Νορβηγού συγγραφέα Ερρίκου Ίψεν. Το έργο γράφτηκε το Φθινόπωρο του 1881 και εκδόθηκε τον Δεκέμβρη του ίδιου έτους, ενώ το 1882 ανέβηκε στο θέατρο. Οι κριτικοί θεάτρου το κατατάσσουν στα ρεαλιστικά κοινωνικά δράματα του συγγραφέα.
Το έργο, λόγω της τολμηρής για την εποχή εκείνη θεματολογίας του, συνάντησε έντονες αντιδράσεις, αλλά με το πέρασμα του χρόνου κατόρθωσε να επιβληθεί και να θεωρηθεί μάλιστα από τα αρτιότερα τεχνικά έργα του παγκόσμιου θεάτρου. Σήμερα θεωρείται από τα κλασικά του δραματικού ρεπερτορίου, από τα πιο αντιπροσωπευτικά του Ίψεν και των προβληματισμών του.
Ανέβηκε για πρώτη φορά, στα νορβηγικά αντί στα δανέζικα που συνήθως έγραφε ο συγγραφέας, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και συγκεκριμένα στο Aurora Turner Hall του Σικάγο, στις 20 Μάη του 1881, μπροστά σε ένα κοινό από Νορβηγούς μετανάστες. Η μόνη επαγγελματίας ηθοποιός ήταν η Δανέζα που έκανε την κυρία Άλβινγκ. Οι άλλοι ρόλοι εξυπηρετήθηκαν απο Δανούς και Νορβηγούς ερασιτέχνες ηθοποιούς. Από κει και πέρα, άρχισε η παγκόσμια πορεία του. Στην Ευρώπη ανέβηκε για πρώτη φορά το 1883, πρώτα στο Χέλσινμποργκ της Σουηδίας από τον θίασο του διάσημου τότε, σουηδού ηθοποιού Αύγουστου Λιντμπεργκ. Τους επόμενους μήνες, ο Λίντμπεργκ το πήγε περιοδεία σε αρκετές Σκανδιναβικές πόλεις, κατορθώνοντας έτσι σιγά-σιγά να το αποδεχτεί ο κόσμος. Ακολούθησαν και άλλες χώρες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, ενώ στην Αγγλία η κρατική λογοκρισία αρνήθηκε να εγκρίνει την παράσταση. Έτσι, η πρώτη εμφάνιση του έργου στο Λονδίνο, δεν έγινε παρά σε μια ανεπίσημη παράσταση για λίγους, κεκλεισμένων των θυρών, ένα Σάββατο απόγευμα στις 13 Μάρτη του 1891, σε μια αίθουσα του Βασιλικού θεάτρου. Οι κριτικοί δικαίωσαν την απόφαση της λογοκρισίας. .”…χτες το βράδυ ακούστηκαν μπροστά στα έκπληκτα μάτια και αυτιά των παρευρισκομένων,ανάμεσα στους οποίους και αρκετές κυρίες, διάλογοι που δεν έχουν θέση έξω απο τους τοίχους ενός νοσοκομείου .”
Στην Ελλάδα, ανέβηκε το 1894 από το θίασο του ηθοποιού Ευτύχιου Βονασέρα με το Γρ.Ξενόπουλο να το προλογίζει και να το συστήνει ευρύτερα μέσω της Νέας Εστίας. Από τότε διαγράφει μια συνεχόμενη παρουσία στις ελληνικές σκηνές τόσο της πρωτεύουσας όσο και της περιφέρειας με μεγάλα ονόματα της τέχνης να καταπιάνονται με αυτό όπως ο Μινωτής (που το έχει ανεβάσει δυο φορές για χάρη του Εθνικού Θεάτρου),ο Πολίτης, ο Λιβαθινός κ.α..Στις πολύ προβεβλημένες στιγμές του έργου η ερμηνεία της Κατίνας Παξινού ως κύρια Αλβινγκ και η προβολή του από το Θέατρο της Δευτέρας, που το έκανε γνωστό στο ευρύτερο κοινό μιας και από το 1950 και πέρα το συγκεκριμένο έργο σπάνια μένει χωρίς θεατρική στέγη. Άλλωστε η μεγαλύτερη συνεισφορά του Ίψεν είναι ότι έφερε την αλήθεια της πραγματικότητας πάνω στη σκηνή..
Στους Βρικόλακες, ο Ίψεν –με μια δομή που θυμίζει αρχαία τραγωδία– προσπαθεί να διερευνήσει το δικαίωμα του ανθρώπινου όντος στην ευτυχία. Σε μια κοινωνία υποταγμένη σε απαρχαιωμένες ιδέες και ηθικές, η Έλεν Άλβινγκ προσπαθεί να ορθώσει το ανάστημά της και να απαλλαγεί από οτιδήποτε στοιχειώνει τη ζωή της, προτείνοντας έναν εντελώς ριζοσπαστικό τρόπο ζωής απαλλαγμένο από ιδιότητες. Σ’ αυτή της την απόπειρα θα έρθει σε σύγκρουση με τις αδιάλλακτες και τιμωρητικές θεωρίες του Πάστορα Μάντερς και με την ίδια της τη ζωή και τις ενοχές της μέσα από την αντιμετώπιση της ασθένειας του γιου της Όσβαλντ. Οι «βρικόλακες» του παρελθόντος και του παρόντος κατά την εξέλιξη του έργου κατακλύζουν το σπίτι και οδηγούν στην αναπόφευκτη καταστροφή των πάντων. Το τέλος του έργου βρίσκει τα πρόσωπα βουτηγμένα στο σκοτάδι του νου τους, να παρακαλάνε για μια «ανύψωση» στον ήλιο.
Ο Ίψεν εξυφαίνει ένα εντελές αριστούργημα για την αέναη και απελπιστικά επαναληπτική και αναπόδραστη μοίρα του ανθρώπου. Η παράσταση επιχειρεί να φωτίσει αυτό ακριβώς το εγκλωβιστικό σχήμα, σε ένα σύστημα αλληλεξαρτητικών σχέσεων και αέναης κίνησης, σε ένα περιβάλλον (ηχητικό και σκηνογραφικό) στοιχειωμένο από παιδικές μνήμες.
Αυτό λοιπόν το πολυεπίπεδο έργο με τα πολλά νοήματα και το απαιτητικό στήσιμο θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε από την Μικρή Σκηνή του Μεσσηνιακού Ερασιτεχνικού Θεάτρου.
Οι φωτογραφίες που ακολουθούν, είναι από το ανέβασμα του έργου από το Εθνικό Θέατρο.