Το ζιζάνιο του φασισμού δεν ρίζωσε ποτέ στους αγρότες

Στη χαώδη κατάσταση που βρισκόταν το Αγροτικό Κόμμα στα πρώτα του βήματα καταγράφεται η συνύπαρξη ανθρώπων που αργότερα έγιναν, άλλοι συνεργάτες των κατακτητών και άλλοι αγωνιστές του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Το 1941 γίνεται η οριστική στροφή.

Οι προσπάθειες ακροδεξιών να διεισδύσουν στον αγροτικό χώρο έχουν μεγάλη ιστορία…

Μάλιστα, στα σκοτεινά χρόνια της δεκαετίας του 1930, κάποιοι αγροτοπαράγοντες επιδίωξαν, χωρίς επιτυχία, να «στρέψουν» το αναπτυσσόμενο αγροτικό κίνημα προς τις εθνικιστικές, φιλοφασιστικές ή φιλοναζιστικές οργανώσεις, που δραστηριοποιούνταν εκείνη την εποχή και λειτουργούσαν, σε μεγάλο βαθμό, ως συγκοινωνούντα δοχεία με τους Φιλελεύθερους του Βενιζέλου και το φιλομοναρχικό Λαϊκό Κόμμα.

Ωστόσο, δεν είχαν λάβει υπόψη τους ότι οι Ελληνες αγρότες, ιδιοκτήτες μικρών εκτάσεων οι περισσότεροι, είχαν τεράστιες διαφορές από τη «μεσαία αγροτική τάξη» άλλων ευρωπαϊκών κρατών και δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για να στραφούν προς τον φασισμό.

Το βασικότερο ήταν πως στην Ελλάδα οι αγρότες, ακόμα και οι θεωρούμενοι ως «μεσαία τάξη», με λίγο μεγαλύτερες εκτάσεις στην ιδιοκτησία τους, ήταν αντιμέτωποι με οξυμένα προβλήματα επιβίωσης.

Τα προβλήματα προκαλούσε η ανυπαρξία οποιασδήποτε κρατικής ενίσχυσης για τον εκσυγχρονισμό της καλλιέργειας με διάθεση νέων αγροτικών μηχανημάτων και μεθόδων και ενέτειναν η κρατική φορολόγηση και η υπερχρέωση στην Αγροτική Τράπεζα, στους Οργανισμούς Καπνού, Σταφίδας κ.ά.

Ετσι, από τα τέλη της δεκαετίας του 1920, καθώς η μεγάλη οικονομική κρίση άρχισε να πλήττει και την Ελλάδα, αναπτύχθηκε ένα μεγάλο αγροτικό κίνημα, με την αγροτιά να δίνει σκληρούς αγώνες, έχοντας τελικά αντίπαλο το ίδιο το κράτος.

Η ανάπτυξη του αγροτικού κινήματος έδωσε ουσιαστικά το έναυσμα να δημιουργηθεί το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας.

Καθώς προϋπήρχε ένα άλλο Αγροτικό Κόμμα, που είχε δημιουργηθεί το 1922 αλλά στο μεταξύ διαλύθηκε και διαμορφώθηκαν κάποιες τοπικού χαρακτήρα κινήσεις, είναι ασαφές πότε ιδρύθηκε το νέο κόμμα.

Φαίνεται, πάντως, ότι από το 1926, με πρωτοβουλία του Αλέξανδρου Μυλωνά, αρχίζει να παίρνει συγκροτημένη μορφή και ενδυναμώνεται από το 1929, με την ανάπτυξη του αγροτικού κινήματος.

Από τα ιδρυτικά μέλη ήταν ο Ιωάννης Σοφιανόπουλος, στενός φίλος και συνεργάτης του Ελευθέριου Βενιζέλου, ενώ το 1929 γενικός γραμματέας εκλέγεται ο Λαρισαίος Δ. Χατζηγιάννης, συνεργαζόμενος μετέπειτα με το Λαϊκό Κόμμα.

Πάντως, φαίνεται ότι η δυναμική του κόμματος ενισχύεται όχι λόγω της απήχησης που είχε στον φτωχό αγρότη αλλά κυρίως λόγω της μαζικότερης ένταξης παραγόντων γεωργικών συνεταιρισμών από διάφορες περιοχές της χώρας.

Βέβαια, ο καθένας χαρακτηριζόταν από τα προσωπικά κίνητρά του και τη δική του κομματική και ιδεολογική αφετηρία, για να διαμορφωθεί τελικά ένα κόμμα-πύργος της Βαβέλ.

Ακόμα, δεν άργησε να φανεί ότι οι εσωτερικές διαδικασίες στο Αγροτικό Κόμμα ήταν κυρίως αντιπαραθέσεις παραγόντων, που υποδαυλίζονταν από ορισμένες εφημερίδες, με πρώτη μια συντηρητική αθηναϊκή με τον τίτλο «Ελεύθερος Ανθρωπος» και δευτερευόντως τη «Μακεδονία» και την «Ακρόπολη».

Χαρακτηριστικό της χαώδους κατάστασης ήταν ότι σε αυτή την πρώτη φάση συνυπήρχαν στο Αγροτικό Κόμμα μετέπειτα συνεργάτες των Ιταλών κατακτητών και αγωνιστές του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ!

Προφανώς, αυτό δεν μπορούσε να διαρκέσει για πολύ. Ετσι, τον Δεκέμβρη του 1930 ξεσπάει η πρώτη μεγάλη κρίση.

«Διεσπάσθη το Αγροτικόν Κόμμα. Απεχώρησαν ομαδικώς οι φίλοι του κ. Χατζηγιάννη. Δεν αναγνωρίζουν την πλειοψηφίαν» έγραφε η εφημερίδα «Ελεύθερος Ανθρωπος» (φ. 18.12.1930).

Η «φιλοαγροτική» εφημερίδα δημοσιεύει ανταπόκριση του αρχισυντάκτη της εφημερίδας «Μακεδονία», Νίκου Φαρδή, ενός ατόμου που έπαιξε ενεργό ρόλο στην προβολή και τη δράση της εθνικιστικής, παραστρατιωτικής οργάνωσης «ΕΕΕ», η οποία έδρασε εκείνα τα χρόνια με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη.

Σύμφωνα με την ανταπόκριση, την πλειοψηφία του συνεδρίου κέρδισε η ομάδα των Ι. Σοφιανόπουλου, Σωκράτη Ανθρακόπουλου (βουλευτή Σερρών) και Απ. Παγκούτσου, βασισμένη στους πολυάριθμους συνέδρους από Σέρρες και Κατερίνη.

Ετσι, η μειοψηφία των Χατζηγιάννη-Αβράσογλου αποχώρησε, έχοντας όμως την υποστήριξη του μεγαλύτερου μέρους των οργανώσεων απ’ όλη την Ελλάδα.

Οι τάσεις

Ο «Ελεύθερος Ανθρωπος» φάνηκε αρχικά να στηρίζει την πλειοψηφούσα ομάδα, δημοσιεύοντας κατηγορίες προς τη μειοψηφία ότι ήθελε να κατευθύνει ιδεολογικά το κόμμα «προς την αναρχίαν»!

Ομως, γρήγορα έκανε «στροφή» και πήρε το μέρος της ομάδας του Λαρισαίου Δ. Χατζηγιάννη, που φάνηκε να ελέγχει τελικά το κόμμα, για να δημοσιεύσει (5.3.1931) και άρθρο του, όπου κατηγορούσε τους Σοφιανόπουλο, Ανθρακόπουλο και Παγκούτσο ότι «απετέλεσαν την φασιστικήν τετράδαν εις την Ελλάδαν άνευ οπαδών και με αθεράπευτον μετάπτωσιν ιδεών».

Η ομάδα Χατζηγιάννη συγκάλεσε, στις 25 Μαρτίου 1931, συνέδριο και οι εργασίες του αναλώθηκαν σε διαφωνίες για το πρόσωπο του αρχηγού, με διάφορα άτομα να ερίζουν γι’ αυτό. Ωστόσο, «σφραγίζεται» με τη διαγραφή της ομάδας Σοφιανόπουλου.

Το συνέδριο εκλέγει γραμματέα του κόμματος τον Χατζηγιάννη, ο οποίος πολύ γρήγορα θα βρεθεί σε αντιπαράθεση με τον Κώστα Γαβριηλίδη, εκφραστή της σοσιαλδημοκρατικής τάσης και μετέπειτα μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ.

Επίσης, είναι αξιοσημείωτο ότι καταγράφεται πλέον και η ενεργή συμμετοχή στο πλαίσιο του Αγροτικού Κόμματος του μετέπειτα προέδρου της ΕΔΑ, Γιάννη Πασαλίδη, που αντιτίθεται σθεναρά στην ανάληψη της αρχηγίας από τον Αλέξ. Μυλωνά.

Εκείνο το διάστημα οι εργάτες στα μεγάλα αστικά κέντρα και οι αγρότες στην ύπαιθρο δοκιμάζονται σκληρά από την οικονομική κρίση. Κατασχέσεις, μειώσεις μισθών και μεροκάματου, υπέρμετρη φορολογία και ανεργία προκαλούν μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις, που η κυβέρνηση Βενιζέλου προσπαθεί να καταστείλει με αυστηρούς νόμους και αστυνομικά μέτρα.

Το ΚΚΕ, καθώς είναι βυθισμένο σε εσωτερικά προβλήματα και διαμάχες με τροτσκιστές και άλλες τάσεις (λικβινταριστές, σοσιαλδημοκράτες κ.ά.) και δέχεται ισχυρά πλήγματα από την κυβέρνηση Βενιζέλου (ιδιώνυμο, εξορίες, νόμος περί Τύπου), δείχνει αδυναμία να ενσωματώσει τη λαϊκή αγανάκτηση.

Ωστόσο, οι θέσεις του είναι σε σωστή κατεύθυνση, κυρίως σε ό,τι αφορά την κλιμάκωση της επίθεσης ενάντια στις λαϊκές κινητοποιήσεις με τη χρησιμοποίηση φασιστικών κομμάτων ή πρακτικών και την αντιμετώπισή της.

Σε ανοιχτή επιστολή του Πολιτικού Γραφείου προς όλα τα μέλη του κόμματος (31.3.1931) αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «(…) ενάντια στο αγροτοφασιστικό κόμμα των πλουσίων χωρικών, πρέπει εμείς να οργανώσουμε το ενιαίο μέτωπο όλων των εργατών και φτωχών χωρικών (…) επιβάλλεται η δημιουργία ενός πλατιού αντιφασιστικού κινήματος».

Σε μεταγενέστερη απόφαση του Πολιτικού Γραφείου «πάνω στο φασισμό και τα καθήκοντα του κόμματος» διαβάζουμε: «Η φασιστική κυβέρνηση Βενιζέλου και όλες οι μερίδες της κεφαλαιοκρατίας παράλληλα με τη χρησιμοποίηση του ολοένα πιο πολύ φασιστικοποιημένου κρατικού μηχανισμού οργανώνουν εθνικοφασιστικούς συλλόγους για την αιματηρή κατάπνιξη του επαναστατικού κινήματος»1. Το επόμενο διάστημα, η εφημερίδα «Ελεύθερος Ανθρωπος» και ορισμένες άλλες, βλέποντας ότι μέσα στο Αγροτικό Κόμμα κερδίζουν έδαφος σοσιαλδημοκρατικές τάσεις, ρίχνουν το… σύνθημα για σύμπραξη με το κόμμα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, ενός αντιμοναρχικού, μετριοπαθούς πολιτικού, που ουδέποτε απέκτησε ευρεία λαϊκή στήριξη.

Τελικά, δεν θα προχωρήσει οποιαδήποτε συνεργασία. Αντίθετα, στις 14 Ιουνίου, σε έκτακτο συνέδριο στη Θήβα, βγαίνει απόφαση ότι το Αγροτικό Κόμμα «αντιτίθεται απολύτως προς τον Κομμουνισμόν», τις επόμενες μέρες προκαλείται ανοιχτή ρήξη με τον Γαβριηλίδη και στις 8 Αυγούστου 1931 το Γενικό Συμβούλιο του Κόμματος συνεδριάζει για να καθορίσει τη στάση του «έναντι των εθνικών οργανώσεων και των χαλυβδόκρανων» (η οργάνωση ΕΕΕ ή 3Ε).

Σε αυτό σημείο θα πρέπει να αναφερθεί ότι η ΕΕΕ έχει ήδη οργανώσει μια αιματηρή, εμπρηστική επίθεση στην εβραϊκή συνοικία της Θεσσαλονίκης και έχει κάνει δυναμική εμφάνιση στην πόλη, με επιθέσεις εναντίον κομμουνιστών, με τις… πλάτες του γενικού διοικητή Βορείου Ελλάδος (κάτι σαν υπουργός Μακεδονίας) Γονατά και την ανοχή, αν και όχι και τη στήριξη, της κυβέρνησης Βενιζέλου.

Σε αυτή τη συνεδρίαση του Αγροτικού Κόμματος, όπως έγραψε η «Μακεδονία», «οι κ.κ. Γαβριηλίδης, Τανούλας και Τσικλητήρας επετέθησαν υβρίσαντες τας εθνικάς οργανώσεις και τους χαλυβδόκρανους οίτινες είπον αποτελούν φασιστικήν οργάνωσιν εχθράν του Αγροτικού Κόμματος, το οποίον είναι αριστερόν. Πολλοί όμως σύμβουλοι αντέκρουσαν και εν τέλει απεφασίσθη όπως το Αγροτικόν Κόμμα μη εκδηλωθή κατά των ΕΕΕ και των χαλυβδόκρανων».

Ακολουθεί αρθρογραφία της «βενιζελικής» «Μακεδονίας» και ομιλία στη βόρεια Ελλάδα του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Ανδρέα Μιχαλακόπουλου εναντίον των «αγροτοπατέρων» που «επιδιώκουν φανερά να παρασύρουν τον αγροτικόν κόσμον εις την παγίδα του κομμουνισμού».

Και λίγες ημέρες αργότερα, η ίδια εφημερίδα, καλύπτοντας την προκλητική επίσκεψη των λεγόμενων και «χαλυβδόκρανων» (από τα κράνη που φορούσαν) στη Φλώρινα, έγραφε ότι οι πρόεδροι των γεωργικών συνεταιρισμών της περιφέρειας «παρουσιάσθησαν εις το Συμβούλιον της ΕΕΕ:

– Σας συγχαίρομεν, είπαν εις τον πρόεδρον, διά τον εθνικόν σας αγώνα. Εδώ ο αγροτικός κόσμος δεν διεφθάρη. Περιφρονεί τα ανόητα κηρύγματα των Γαβριηλίδηδων και των Τανουλαίων. Ξεύρει ότι οι κατεργαραίοι αυτοί είναι κρυφοί κομμουνισταί. Σας κάνουμε επίσημα τη δήλωση ότι είμεθα τέκνα της Ελληνικής πατρίδος και θα εργασθώμεν πάση θυσία διά την καταπολέμησιν του κομμουνισμού».

Τριχοτομημένο κόμμα

Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να πούμε ότι πρόεδρος αυτής της ακραίας οργάνωσης ήταν κάποιος Γεώργιος Κοσμίδης, εμποροράφτης, πρόσφυγας από την Κωνσταντινούπολη, ο οποίος «δεν είχε καμμίαν μόρφωσιν. Εμίσει τους κομμουνιστάς και τους Εβραίους».

Τους πρώτους «διότι υπονόμευαν το κοινωνικό καθεστώς, την θρησκείαν, την Πατρίδαν, την οικογένειαν». Τους δεύτερους διότι…. «εσταύρωσαν τον Χριστόν και τον συνηγωνίζοντο εις το εμπόριον» 2.

Με αυτές τις αντιφάσεις ήταν φυσικό επακόλουθο το Αγροτικό Κόμμα στις εκλογές του Μαρτίου του 1933 να εμφανιστεί τριχοτομημένο και να καταγράψει μια περιορισμένη δυναμική:

α) Η πρώτη ομάδα υπό τον Ι. Στεφανόπουλο επιζητούσε τη διατήρηση της ανεξαρτησίας του Αγροτικού Κόμματος σε σχέση με τις δύο «αστικές παρατάξεις». Κατέβηκε στις εκλογές ως «Αγροτικοί Συμπράξοντες».

β) Η δεύτερη ομάδα που ήταν και η μεγαλύτερη, υπό τον Αλ. Μυλωνά, ο οποίος ήταν οπαδός ενός μετριοπαθούς αγροτικού κινήματος, συνεργάστηκε με τους βενιζελικούς στο πλαίσιο του Εθνικού Συνασπισμού.

γ) Η τρίτη ομάδα, υπό τον πρώην γενικό γραμματέα Δ. Χατζηγιάννη, συνεργάστηκε με τον Τσαλδάρη και άλλους αντιβενιζελικούς στο πλαίσιο της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης.

Στην Πυλία κατεβαίνει ως ανεξάρτητος αγροτικός υποψήφιος ο Λ. Τσικλητήρας. Επίσης, ενδιαφέρον έχει η μετέπειτα πορεία των καθαιρεμένων του 1930.

Ανάμεσά τους ήταν ο Ιωάννης Σοφιανόπουλος, ο οποίος όμως, το 1936, θα συνυπογράψει την ίδρυση Λαϊκού Μετώπου με το ΚΚΕ, θα διωχθεί από τη δικτατορία Μεταξά, αλλά θα κατηγορηθεί και για επιδίωξη συνεργασίας με τους κατακτητές.

Το 1945 θα συμμετάσχει ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης Πλαστήρα στις διαπραγματεύσεις της Βάρκιζας και αμέσως μετά θα ιδρύσει την Ενωση Δημοκρατικών Αριστερών, που θα αντιταχθεί στη μεταβαρκιζιανή τρομοκρατία και το 1950 θα αποτελέσει συνιστώσα της Δημοκρατικής Παράταξης, του πρώτου μετεμφυλιακού εκλογικού σχήματος της Αριστεράς.

Αλλοι θα συνεργαστούν αργότερα με τους κατακτητές, όπως ο Σωκράτης Ανθρακόπουλος, που αρθρογραφούσε στην προπαγανδιστική εφημερίδα των Ιταλών «Κουαδρίβιο», ο Νικόλαος Ματούσης, που έγινε «πρωθυπουργός» στο ιταλικής έμπνευσης «Πριγκιπάτο της Πίνδου», και ο Απόστολος Παγκούτσος, πολιτικός αρχηγός του τρομοκρατικού Εθνικού Αγροτικού Συνδέσμου Αντικομμουνιστικής Δράσης -ΕΑΣΑΔ-, αργότερα βουλευτής του Κέντρου και αποστάτης το 1965.

Στελέχη του ΑΚΕ ήταν και οι Γεράσιμος Αλιβιζάτος και Γρηγόρης Μπάμιας, που συνεργάστηκαν με τη δικτατορία Μεταξά.

Εντούτοις, η τεράστια πλειονότητα των αγροτοσοσιαλιστών θα συμμετάσχει στο ανασυγκροτημένο από το 1941 ΑΚΕ, το οποίο θα αποτελέσει ιδρυτική συνιστώσα του ΕΑΜ και σταθερό συνεργάτη του ΚΚΕ όλα τα επόμενα χρόνια 3.

Τέλος, ο επί σειρά ετών γραμματέας του κόμματος, Δ. Χατζηγιάννης, συνεργάστηκε με το Λαϊκό Κόμμα στο πλαίσιο της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης και την περίοδο της Κατοχής (1943-1946) διετέλεσε πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας.

Μετά την απελευθέρωση πολιτεύτηκε με το Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου και εν συνεχεία εξελέγη βουλευτής με την ΕΠΕΚ του Πλαστήρα. Εκλέχτηκε δύο φορές (1954, 1959) δήμαρχος Λάρισας, αλλά το 1964 ηττήθηκε από τον υποστηριζόμενο από την ΕΔΑ Αλ. Χονδρονάσιο.

Ωστόσο, το 1967 η δικτατορία καθαίρεσε τον Χονδρονάσιο και στη θέση του διόρισε δήμαρχο τον Χατζηγιάννη, που παραιτήθηκε δύο χρόνια αργότερα με αφορμή την απόφαση του Παττακού να επιτραπεί η ρίψη αποβλήτων εργοστασίου στον ποταμό Πηνειό.

πηγή

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ