Ιστορία και λογοτεχνία μια αμφίδρομη σχέση!

ΤΗΝ ΠΕΡΑΣΜΕΝΗ Τετάρτη (13/2) η Ένωση Μεσσηνίων Συγγραφέων  πρωτοτύπησε διοργανώνοντας μια εξαίρετη εκδήλωση – σεμινάριο που όσοι τυχεροί την παρακολούθησαν, διαπίστωσαν πόσο απλά και κατανοητά μπορούμε μέσα από την λογοτεχνία να αγαπήσουμε και να διδαχθούμε την ιστορία μας αλλά αντίστροφα πως μπορούν σημαντικά ιστορικά γεγονότα να αποτυπωθούν μέσα από ένα ποίημα ή πεζογράφημα.

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΣΤΕΦ. ΑΡΧΟΝΤΗ
Δικηγόρου

Τρείς επιστήμονες εγνωσμένου κύρους, πανεπιστημιακοί και λογοτέχνες ξεδίπλωσαν όσο γινόταν πιο εκλαϊκευμένα τις γνώσεις τους και ανέδειξαν μέσα από τις εισηγήσεις τους τις διαστάσεις του ευρέος θέματος  «Ιστορία και Λογοτεχνία» και την σχέση μεταξύ τους.

Όπως επεσήμανε η Πρόεδρος των Μεσσηνίων Συγγραφέων και φιλόλογος κ. Αντωνία Παυλάκου, οι τρεις ομιλητές έχοντας θέσει το έναυσμα μέσα σ’ ένα ευρύ αλλά και συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο μας έδωσαν  την ευκαιρία να ιχνηλατήσουμε πάνω στη σχέση της Ιστορίας με τη Λογοτεχνία. Να συζητήσουμε με κίνητρο τις τρεις ομιλίες  για την επικοινωνία ανάμεσά τους. Μια επικοινωνία αμφίθυμη, αμφίδρομη, μια σχέση συμπληρωματική, μια σχέση που μπορεί να εμπεριέχει τη διασταύρωση, την όσμωση, τον διάλογο  που συνάπτουν με την ιστορία στα έργα τους οι λογοτέχνες.  Οι ομιλητές έδωσαν αφορμή στο κοινό που γέμισε την αίθουσα ξενοδοχείου της πόλης μας,  να συνειδητοποιήσει τη λογοτεχνικότητα της ιστορικής συγγραφής και αντίστροφα τον ρεαλισμό της λογοτεχνικής συγγραφής. Ζητήματα που το ευρύ κοινό ασύνειδα τα έχει προσεγγίσει περισσότερο σε κείμενα της  λογοτεχνίας μας.

Πόσες φορές δεν έτυχε κάποιος από εμάς να οδηγηθεί από την  ανάγνωση ενός ποιήματος ή ενός μυθιστορήματος στην αναζήτηση ιστορικών θεμάτων και πόσες φορές μέσα από αυτή την διαδικασία δεν συνδεθήκαμε με το παρελθόν που αλλιώς το είχαμε φαντασθεί ή το είχαμε πληροφορηθεί  μέσα από τα σχολικά μαθήματα της ιστορίας; Αντίστροφα, πόσες φορές χρειάστηκε να προσεγγίσουμε ιστορικά στην ερμηνεία ενός  λογοτεχνικού κειμένου, αφού πολύ συχνά η ιστορικότητα επιλέγεται από πολλούς λογοτέχνες (ποιητές ή πεζογράφους)  ως υπόβαθρο και αφορμή για το έργο τους.

Ο Καβάφης  συνήθιζε να λέει: «Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός· ποτέ μου δεν θα μπορούσα να γράψω μυθιστόρημα ή θέατρον· αλλ’ αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές να με λέγουν ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορίαν» και ο Αριστοτέλης συγκρίνοντας την ιστορία με την ποίηση (= λογοτεχνία) στην «ποιητική»  αναφέρει: «Ο γαρ ιστορικός και ο ποιητής…τούτω διαφέρει, τω τον μεν τα γενόμενα λέγειν, τον δε οία αν γένοιτο» (=Γιατί ο ιστορικός και ο ποιητής διαφέρουν κατά τούτο, ότι ο ένας εκθέτει τα γεγονότα όπως συνέβησαν και ο άλλος όπως θα μπορούσαν να συμβούν)·

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

Ο πρώτος ομιλητής κ.  Ανδρέας  Μαρκαντωνάτος, καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, εισηγήθηκε το θέμα:  «Η ιστορική διάσταση της αττικής τραγωδίας», με ειδικότερη προσέγγιση και ανάλυση της γνωστής τραγωδίας του Σοφοκλή την «Αντιγόνη».  Επεσήμανε εύστοχα τα  πολιτικά μηνύματα του έργου όπως είναι, διατυπωμένα από τον μεγάλο  τραγικό, που πέρα από το πολιτικό του αισθητήριο είχε σίγουρα αναπνεύσει αρκετό αέρα ελευθερίας, στον τόπο που ζούσε για να προβεί στη σύλληψη και στην έκφρασή τους.   Ο Σοφοκλής  ζώντας  σε μια περίοδο απογείωσης της αθηναϊκής δημοκρατίας, με μεγάλες ελπίδες και μεγαλεπήβολες φιλοδοξίες για το μέλλον της πόλης, συνέλαβε  ένα έργο με βαθιά πολιτικά μηνύματα. Επινόησε,  μια υπόθεση που θα τον βοηθούσε  να εκφράσει τις ηθικοκοινωνικές και βαθύτερα πολιτικές του ανησυχίες: η Αντιγόνη τελεί την απαγορευμένη από τον Κρέοντα ταφή του αδερφού της, που επιτέθηκε ενάντια στον αδερφό του και στην πόλη του παρέα με εχθρούς, επειδή του στέρησαν  την εξουσία. Μέσα από την αναγωγή του ηθικού θέματος (την ταφή του αδερφού) σε πολιτικό (την εναντίωση στον Βασιλιά) ο δραματουργός απέδωσε στους Αθηναίους πολίτες  έναν πολυεπίπεδο διάλογο γεμάτο από πολιτικούς όρους (πόλις, πολίτης, δήμος, έκπολις, άπολις, τυραννίς)  και έθεσε σε επαναπροσδιορισμό παλιές αξίες. Άσκησε κριτική σε πρόσωπα και καταστάσεις, διατύπωσε  διαχρονικά πολιτικά μηνύματα, επεσήμανε  τον κίνδυνο της τυραννίας (έστω και ενδεδυμένης ενίοτε  με δημοκρατικό μανδύα),  προβλημάτισε  σχετικά με τη δυναμική του γραπτού και του άγραφου νόμου και  επιχείρησε  να ηθικοποιήσει την πολιτική της εποχής του. Όπως, είπε πολύ ορθά ο εισηγητής κ. Μαρκαντωνάτος ο τραγωδός «άσκησε  πολιτική μέσα από την τραγωδία» και μας περνάει διαχρονικά μηνύματα με την επιλογή της  να υπηρετήσει τους ηθικούς νόμους, που τους θεωρεί ανώτερους από τους νόμους του κράτους, αδιαφορώντας για τις συνέπειες, προτρέποντας   στην ευσέβεια και τήρηση των ηθικών αξιών στη ζωή των σύγχρονων ανθρώπων». Η εύστοχη  ανάλυση του καθηγητή έδωσε αφορμή για τοποθετήσεις και ερωτήματα στο κοινό.

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ –ΒΥΖΑΝΤΙΟ –4η ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ

Τον κ. Μαρκαντωνάτο διαδέχθηκε υπό τον συντονισμό του Φιλολόγου και πρώην Προέδρου της Ενωσης κ. Αγγελου Λάππα, ο καθηγητής του Οικονομικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και επισκέπτης καθηγητής στα Πανεπιστήμια Trier και Harvard, κ. Νίκος Κυριαζής με θέμα: «Αρχαία Ελλάδα, Βυζάντιο – Τέταρτη Σταυροφορία». Ο καθηγητής Νικος Κυριαζής είναι γνωστός στην πόλη μας από τα μαθήματά του στο μεταπτυχιακό της «Ηθικής Φιλοσοφίας» και το πλουσιότατο συγγραφικό  έργο (περίπου 10 επιστημονικά και 21 λογοτεχνικά βιβλία και ιστορικά μυθιστορήματα). Προερχόμενος  από την οικογένεια του Ρήγα Φεραίου (του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Αντώνης Κυριαζής) και γιός του δημοσιογράφου  και συγγραφέα Κώστα Κυριαζή, που σε ηλικία 18 ετών ανέλαβε τη διεύθυνση της εφημερίδας «Εθνος», αγωνιστή της Εθνικής  Αντίστασης,   πήρε τον μίτο της Ιστορίας από εκεί που τον άφησε ο πατέρας του, άφησε  τη δημοσιογραφία και την πολιτική και καταπιάστηκε με την πανεπιστημιακή διδασκαλία και με το ιστορικό μυθιστόρημα. Ξεκίνησε να γράφει το 1994 και συνεχίζει με έργα που προσεγγίζει αναδιφώντας τις πηγές της ιστορίας,  ώστε τα έργα του να διακρίνονται για την ιστορική ακρίβεια των γεγονότων, την οποία εμπλουτίζει με απίστευτες λεπτομέρειες σχετικά με την περίοδο την οποία καλύπτει. Για παράδειγμα, σε ένα από τα τελευταία του βιβλία όπως το  «Ερωτας στα χρόνια του πολέμου», που είναι ομολογουμένως  εντυπωσιακό περιγράφει  μια λεπτομερή  αναπαράσταση της μάχης στο ύψωμα 731 της Πίνδου, με πλήθος υποσημειώσεων και παραπομπών σε ιστορική βιβλιογραφία για τις δυνάμεις, τον εξοπλισμό και τους ηγέτες των αντιμαχόμενων πλευρών σε σημείο που το βιβλίο ώρες ώρες ξεφεύγει από τη μυθιστορία και θυμίζει ιστορική μελέτη. Το ίδιο πράττει  και στο τελευταίο του βιβλίο «Τα χελιδόνια του χειμώνα», στο οποίο συγγραφέας χρησιμοποιεί υλικό από τις διηγήσεις του πατέρα του που έζησε τα γεγονότα τόσο στα Δεκεμβριανά όσο και στον Εμφύλιο.

Στην εισήγησή του για το Βυζάντιο, επεχείρησε συνθετικά με παραδείγματα να εξηγήσει τις μεγάλες αλλαγές που συντελέσθηκαν στην περιοχή και οδήγησαν στα αίτια της πτώσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Εξήγησε την πολυδιάσπαση του χώρου σε κράτη και κρατίδια, μερικά ελληνικά, μερικά, όπως η Σερβία και η Βουλγαρία, όχι. Την  κυριαρχία δυτικών δυνάμεων, κυρίως των Γάλλων και των Ενετών.  Πως για  πρώτη φορά μετά από αιώνες σημαντικοί ελληνόφωνες πληθυσμοί βρέθηκαν να ζουν υπό ξένη κυριαρχία, στο βουλγαρικό ή στο σερβικό κράτος, στις περιοχές όπου κυβερνούσαν οι Τούρκοι, στα βενετοκρατούμενα νησιά. Πως το  μέλλον του Ελληνισμού σφυρηλατήθηκε μέσα σε αυτές τις μικρές πολιτικές ενότητες και μέσα από τις αλληλεπιδράσεις που αναπόφευκτα έλαβαν χώρα και πόσο σημαντικός σταθμός για την πολυδιάσπαση αυτή και την ιστορία του Ελληνισμού και της Ελλάδας, υπήρξε η  Δ’ Σταυροφορία. Ουσιαστική υπήρξε και η παρέμβασή του στην πρώτη εισήγηση, διότι, είναι εκ των πανεπιστημιακών που έχει κατά κόρον καταπιαστεί με την ανάλυση της  Δημοκρατίας και της οικονομίας στην εποχή της αρχαίας Αθήνας και πως λειτούργησε η δημοκρατία στην αρχαία Ελλάδα.

ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΚΑΙ Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

Την σκυτάλη πήρε η κ. Ελένη Κεκροπούλου, πολιτικός επιστήμων, νομικός, συγγραφέας, μεταφράστρια από αγγλικά, γαλλλικά, ισπανικά, πορτοογαλικά και ιταλικά πάνω από διακόσια βιβλία,  και εκδότρια, η οποία  ολοκλήρωσε τον κύκλο των θεμάτων με την  ομιλία της : «Το Βυζάντιο στη Δύση και η Οθωμανική κατάκτηση». αναλύοντας εύστοχα  πόσο το  πνεύμα, που ξεπήδησε μέσα από τον ελληνισμό του Βυζαντίου, άρχισε να επηρεάζει αποφασιστικά τη Δύση. Επεσήμανε με χρονικές ενότητες τις επιρροές του Βυζάντιου στο δυτικό πολιτισμό (από τον Δ’ αιώνα συνεχώς ως τουλάχιστον το τέλος του ΙΕ’ αιώνα, όπου η επιρροή ηταν πιο εμφανής σε ορισμένες δυτικές περιοχές που  εξαρτούνταν από το μέγεθος των επαφών και την δεκτικότητα κάθε περιοχής). Αρχικά η Ραβέννα  ήταν η πρώτη μεγάλη γέφυρα, που μετέφερε το βυζαντινό πνεύμα της τέχνης στη Δύση. Ακολούθως η δεύτερη  μεγάλη γέφυρα έγινε αργότερα η Βενετία, και η  Ρώμη  η οποία από τον 7ο και τον 8ο, είχε  κατακλυσθεί από Έλληνες καλλιτέχνες που, όταν είχαν επικρατήσει στο Βυζάντιο οι εικονομάχοι αυτοκράτορες, κατέφυγαν στην Ιταλία. Αρκετά από  τα έργα τους διατηρήθηκαν στο Βατικανό και αλλού. Η έντονη επικοινωνία του Βυζαντίου και της δυτικής Ευρώπης, όπως εξέθεσε η ομιλήτρια στην εισήγησή της,  σημειώθηκε, όταν Έλληνες λόγιοι, πολύ πριν από την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως (1453), άρχισαν να ταξιδεύουν στην Ιταλία ή και να εγκαθίστανται οριστικά εκεί. Ο Μάξιμος Πλανούδης και ο Μανουήλ Μοσχόπουλος, σημαντικοί λόγιοι, δίδαξαν στη δύση. Ο Δημήτριος Κυδώνης, ήταν ένα από τα πρώτα και πιο αξιοσημείωτα πρόσωπα, που έκαμαν γνωστή στην Ιταλία τη γλώσσα και την κουλτούρα την Ελληνική, συνοδευόμενος πολλές φορές από τον Μανουήλ Χρυσολωρά, ο οποίος στο τελευταίο του ταξίδι  στην Ιταλία  εγκαταστάθηκε οριστικά λίγο ύστερα από το 1396 στην Ιταλία και πολλά χρόνια, τα ελληνικά γράμματα στη Φλωρεντία και στην Παβία.  Ο θεολόγος και φιλόσοφος Θωμάς ο Ακινάτης τον 13ο αιωνα  επικαλείται συχνά στα έργα του τον Ιωάννη τον υμνογράφο Δαμασκηνό.  Τον Φεβρουάριο του 1439 έφθασε στη Φλωρεντία ο Ιωάννης (8ος) Παλαιολόγος, ο προτελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Στην Φλωρεντία συνέχισε και επεράτωσε τις εργασίες της, η περίφημη Σύνοδος των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως και  διασταυρώθηκαν τα βήματα και τα πνευματικά ξίφη έξοχων Ιταλών και Ελλήνων. Ανάμεσα στους Έλληνες ήταν ο φιλόσοφος του Μυστρά Γεώργιος Γεμιστός, που στην Ιταλία ονόμασε για πρώτη φορά τον εαυτό του Πλήθωνα, ο τελευταίος νεοπλατωνικός, που στους πολιτικούς στοχασμούς του ήταν ο πρώτος «Νεοέλλην», και ο Βησσαρίων, που έγινε ένα χρόνο αργότερα καρδινάλιος της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Οι Έλληνες του Βυζαντίου, καθώς και της βενετοκρατούμενης Κρήτης, που συνέβαλαν στην άνθηση του ευρωπαϊκού ουμανισμού στον 15ο και τον 16ο αιώνα, ήταν πολλοί. Δίδαξαν τα αρχαία ελληνικά γράμματα στην Ιταλία, στην Ισπανία, στο Παρίσι (μαθητές Ελλήνων ήταν και ο Έρασμος και ο Guillaume Budé), και συνέβαλαν εξάλλου δραστήρια στην έκδοση αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων στη Βενετία και αλλού. (Στη Βενετία συνεργάσθηκαν με τον Αldo Manuzio ο Μάρκος Μουσούρος, ο Ιωάννης Γρηγορόπουλος, ο Δημήτριος Δούκας και άλλοι Έλληνες, και εκεί ίδρυσαν δικό τους τυπογραφείο ο Ζαχαρίας Καλλιέργης και ο Νικόλαος Βλαστός). Η δράση τους ήταν μια θαυμαστή, αλλά και δραματική εποποιία. Οι  Έλληνες εκείνοι κατάφεραν να επιβληθούν στη Δύση ως λόγιοι υψηλής στάθμης και μετέφεραν ό,τι ακριβώς χρειαζόταν την ώρα εκείνη η Δύση. Δεν μετέφεραν το βυζαντινό θεολογικό πνεύμα, αλλά το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, που θεματοφύλακας του ήταν χίλια ολόκληρα χρόνια, το Βυζάντιο.

Συμπερασματικά, ο δυτικός πολιτισμός, ο οποίος  ήταν στη βάση του γερμανολατινικός, μέσα από τη συγχώνευση του κλασικισμού και των πιο πρωτότυπων βυζαντινών στοιχείων του πολιτισμού του και πάνω απ’όλα με τη  χριστιανοσύνη, που εισχωρούσε σε κάθε όψη της μεσαιωνικής ελληνικής ζωής, ήταν σε θέση άμεσα ή έμμεσα να επηρεάσει πολλές μορφές της δυτικής πολιτιστικής εξελίξεως: Ορισμένες όψεις της τέχνης και της αρχιτεκτονικής, το δίκαιο και τη διακυβέρνηση, την ορολογία και τους κανονισμούς της ναυσιπλοΐας, την περισυλλογή της ελληνικής φιλολογίας, την εξέλιξη ενός πιο εξευγενισμένου τρόπου ζωής, μερικούς τύπους θρησκευτικής ευλάβειας, τη μουσική όπως και τη θρησκευτική σκέψη. Υπήρχαν βέβαια τομείς που η επίδραση ηταν ελάχιστη έως καθόλου. Οι θεσμοί του κοινοβουλίου,  η γοτθική αρχιτεκτονική, η σχολαστική μέθοδος, οι βασικοί θεσμοί της φεουδαρχίας και της ιπποσύνης ήταν βασικά γερμανολατινικής καταγωγής. Παρ’ όλο που υπήρξαν παραδείγματα Ελλήνων τον μεσαίωνα που υιοθέτησαν ατομικές δυτικές συνήθειες, ιδιαίτερα οι ανώτερες βυζαντινές τάξεις, η βυζαντινή επιρροή στη Δύση φαίνεται πως ήταν πολύ δυνατότερη από το αντίθετο.

Η κ. Κεκροπούλου θεωρεί πως η μεταφορά της ιστορίας στο μυθιστόρημα είναι ένας εύκολος τρόπος γνώσης των ιστορικών γεγονότων, όταν οι αναγνώστες εμπιστεύονται τον συγγραφέα και γνωρίζουν ότι προσπαθεί να είναι όσο πιο αντικειμενικός γίνεται. Για παράδειγμα στο τελευταίο της βιβλίο το «Σημάδι του Κάιν», η περίοδος που καλύπτει  είναι η εικοσαετία μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Οθωμανούς, το 1881. Μία περίοδος γεμάτη τραυματικά γεγονότα, με μια Ελλάδα που πασχίζει να βηματίσει προς την Δύση, σκοντάφτοντας συνεχώς και σπάζοντας τα πόδια της…

Συγχαρητήρια στην Ενωση Μεσσηνίων Συγγραφέων και στο Διοικητικό της Συμβούλιο για την πρωτοβουλία, διότι τέτοιες εκδηλώσεις αποτελούν ανάχωμα στην γενικευμένη κρίση αξιών και θεσμών, η βάση της οποίας προέρχεται και από το έλλειμμα παιδείας, και με τον όρο αυτό δεν εννοούμε το επίπεδο της παιδείας στην χώρα μας αλλά το πρακτικό της αποτέλεσμα.

πηγή

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ