Αυλαία χθες για «Το Τάβλι» που θα… ταξιδέψει σε πολλές περιοχές του Δήμου Καλαμάτας από το ΔΗΠΕΘΕΚ
Ξεχωριστή, ήταν χθες βράδυ στο προαύλιο της κεντρικής σκηνής του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Καλαμάτας (ΔΗΠΕΘΕΚ), η πρεμιέρα της παράστασης «Το Τάβλι», που είναι βασισμένη στο κλασσικό αριστούργημα του Δημήτρη Κεχαΐδη.
Ο αγαπημένος Φίλιππος Σοφιανός και ο Πέρης Μιχαηλίδης που σκηνοθετεί επίσης, την παράσταση, θα… ταξιδέψουν σχεδόν σε όλο το Δήμο, σε μια πρωτοβουλία ξεχωριστή, φέροντας το θέατρο κοντά στο κοινό. Έτσι απόψε θα ανεβάσουν το έργο στη Θουρία, αύριο στη Σπερχογεία, την Παρασκευή 20 Ιουλίου στο Πλατύ, το Σάββατο στο Λαδά και την Κυριακή 22 του μηνός, στο Αριοχώρι. Αξίζει να σημειωθεί πως το έργο του Κεχαΐδη παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο Τέχνης το 1972 μαζί με το έργο «Η Βέρα», σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν και είναι το κλασσικό δίπτυχο που καθόρισε το νεοελληνικό θέατρο. Λατρεύεται και συγκινεί μέχρι και σήμερα τους ηθοποιούς που το παρουσιάζουν και το κοινό, με χαρακτηριστική την κριτική του Κώστα Γεωργουσόπουλου, ο οποίος έγραψε ότι «αν θέλουμε να δημιουργήσουμε νεοελληνικό θέατρο, πρέπει να ξεκινήσουμε από ‘κειπου έφτασε ο Κεχαΐδης».
Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Η ιστορία είναι απλή. Δύο μεσήλικες, αντιπροσωπευτικοί τύποι της νεοελληνικής πραγματικότητας, προσπαθούν να σκαρώσουν ένα «σχέδιο» που θα τους βγάλει από το οικονομικό αδιέξοδο και θα τους δώσει τα φόντα για μια καλύτερη ζωή.
Η συζήτηση για το περιβόητο «σχέδιο» διαδραματίζεται στη διάρκεια μιας παρτίδας τάβλι, με ξεκαρδιστικούς διαλόγους από πρόσωπα οικεία, αναγνωρίσιμα, που πασχίζουν να «πιάσουν την καλή» για να βγουν από την καθημερινή μιζέρια.
Οι ήρωες του Κεχαΐδη, Φώντας και Κόλιας, είναι πρόσωπα της μεταπολεμικής Ελλάδας που ζουν μέσα στις αυταπάτες του παρελθόντος, τρέφοντας μάταιες ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον. Άνθρωποι που πασχίζουν να βγουν από το περιθώριο, ζουν και ονειρεύονται το μεγάλο «κόλπο», που θα τους οδηγήσει στην οικονομική και κοινωνική καταξίωση.Ένα έργο με αναφορές στη σημερινή Ελλάδα και πάντα επίκαιρο.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
«Αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω για τον λαϊκό Έλληνα γενικά. Για τις χαρές και τις πίκρες του, για τα προβλήματά του καθώς και την προσπάθειά του να βγει από το κοινωνικό και οικονομικό αδιέξοδο. Και πιο πέρα για τη σπαραχτική αισιοδοξία του πως, αν πάρει το δρόμο της πρωτεύουσας ή της ξενιτιάς, θα δημιουργήσει μια καλύτερη ζωή. Για τον Έλληνα που δεν έχει συνειδητοποιήσει την κατάστασή του και τη θέση του μέσα στον κοινωνικό του περίγυρο και προσπαθεί να δώσει λύση στα προβλήματά του με τη ‘φυγή’». Τα λόγια αυτά του συγγραφέα, συναντούν και τη σκηνοθεσία, που θα αφήσει απλά το έργο να αναπνεύσει σκηνικά, χωρίς πρόσθετες παρεμβάσεις τόσο στο κείμενο όσο και στο ύφος των ηρώων. Η παράσταση, με δύο ήρωες ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό, μοιάζει με τη γελοιογραφία της σημερινής Ελλάδας.
Είναι σημαντικό ότι η παράσταση θα πάει να συναντήσει τους πραγματικούς «παραλήπτες» αυτού του έργου και θα παιχτεί σε καφενεία, αυλές σπιτιών, πλατείες του χωριού και γενικά σε χώρους μη θεατρικούς. Ένα έργο που απευθύνεται σε όλον τον κόσμο.