Ο Θεόδωρος Ρουμπάνης αποτελεί έναν ηθοποιό που πολλοί σύγχρονοι θα ζήλευαν καθώς μπόρεσε να ζήσει την περίοδο του χρυσού Ελληνικού Κινηματογράφου. Ωστόσο δεν είναι όλα τόσο αγνά όσο τα φανταζόμαστε σήμερα, καθώς όπως εξομολογείται ο ηθοποιός στην Espresso, υπήρχε από τότε το φαινόμενο της σεξουαλικής παρενόχλησης. Δείτε όσα είπε ο ίδιος για την συνεργασία του με τον Γιάννη Δαλιανίδη και τους λόγους που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

«Δέχτηκα σεξουαλική παρενόχληση από τον Γιάννη Δαλιανίδη. Αυτό έγινε όταν με κάλεσε σπίτι του να… διαβάσουμε για την ταινία “Κορίτσια για φίλημα”. Εγώ δεν μπορούσα να το δεχτώ αυτό και σηκώθηκα και έφυγα…»

«Θα σου πω κάτι που είναι πολύ σημαντικό… Κάνοντας τη θητεία μου είχα αποσπαστεί σε υπηρεσίες και είχα πολύ ελεύθερο χρόνο. Επειδή ήμουν ο μόνος Ελληνας που είχα σπουδάσει μουσικό θέατρο, με φώναξαν οι Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης που είχαν την κινηματογραφική εταιρία. Ηταν η εποχή που ήθελαν να κάνουν τα μιούζικαλ στην Ελλάδα… Υπογράφω μαζί τους ένα συμβόλαιο για τρεις ταινίες. Λέμε να κάνουμε την πρώτη, που ήταν σε συμπαραγωγή με τον Φίνο. Με πάει, λοιπόν, ο Μιχαηλίδης στον Φίνο για να με γνωρίσει. Με ρωτάει ο Φίνος τι έχω σπουδάσει, τι ξέρω – εγώ τότε χόρευα, τραγουδούσα, έπαιζα και έκανα και ρυθμική. Μου λέει ο Φίνος: “Κάνουμε μια ταινία, το “Κορίτσια για φίλημα”, αλλά θέλω να γνωρίσεις και τον σκηνοθέτη, τον Δαλιανίδη. Πάρε το τηλέφωνό του, σε περιμένει να τον πάρεις”».

Στη συνέχεια συμπληρώνει: «Του τηλεφωνώ και μου λέει “ελάτε από το σπίτι μου, να… διαβάσουμε”. Εγώ είχα συνηθίσει να πηγαίνω σε οντισιόν που μας έστελναν στο εξωτερικό για… πραγματική οντισιόν. Και σε κάθε οντισιόν στο εξωτερικό εγώ έπαιρνα τον ρόλο. Οπότε από οντισιόν ήξερα, δεν είχα κανένα πρόβλημα. Πάω λοιπόν στο σπίτι του Δαλιανίδη… Εντάξει, δεν θα μπω σε λεπτομέρειες (κομπιάζει), η υπόθεση είναι ότι δεν τα… βρήκαμε με τον Δαλιανίδη και σηκώθηκα και έφυγα».

Όταν ο δημοσιογράφος τον ρώτησε αν τίθεται θέμα για σεξουαλική παρενόχληση, εκείνος δεν δίστασε να απαντήσει: «Ακριβώς, ακριβώς, αυτή είναι η ιστορία. Εγώ δεν μπορούσα να το δεχτώ αυτό και σηκώθηκα και έφυγα».

«Τότε γνωρίζω τον Βύρωνα τον Παπαμιχάλη, που ήταν διευθυντής παραγωγής, και μου λέει “υπάρχει ένα πολύ ωραίο σενάριο από έναν νέο σεναριογράφο. Θες να πάμε να σ’ τον γνωρίσω;”. Και πάμε στα Κάτω Πατήσια και γνωρίζω τον Γιάννη Τζιώτη. Και μας διαβάζει την “Ντάμα σπαθί”, που την έχει γράψει ειδικά για την Ελενα Ναθαναήλ. Πάω στο σπίτι, στον πατέρα μου και του λέω “α, ρε πατέρα, άκουσα σήμερα ένα σενάριο που θα γινόταν φανταστική ταινία. Πρέπει να βρούμε λεφτά, αλλά δεν υπάρχει το ρευστό”. Μου λέει ο πατέρας μου: “Ποιο είναι το ρευστό;”. “Διακόσιες πενήντα χιλιάδες” του λέω. Ο πατέρας μου μόλις είχε αποστρατευτεί και είχε πάρει το εφάπαξ, το οποίο ήταν ακριβώς αυτό το ποσό. Μου δίνει, λοιπόν, μια τσάντα με 250.000 δραχμές. Και έτσι έγινε η “Ντάμα σπαθί”. Ημουν μόλις 22 ετών και με εμπιστευόταν απόλυτα. Υστερα από έναν χρόνο, όταν παίχτηκε η ταινία, του έδωσα πίσω 1.000.000 δραχμές! Πούλησα τα δικαιώματά μου στους Δαμασκηνό – Μιχαηλίδη και έτσι πήρα πολλαπλάσια τα λεφτά».

Ακόμη, διευκρίνισε πως δεν υπήρξε ποτέ ζευγάρι με την Ελενα Ναθαναήλ, όπως νόμιζε ο περισσότερος κόσμος «Ολοι νομίζουν ότι είχαμε σχέση με την Ελενα. Δεν είχαμε τίποτα, γιατί είχε σχέση με έναν επιστήθιο φίλο μου, τον οποίο σεβόμουν. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να μπω ανάμεσά τους» .

Μετά από αυτές τις συνταρακτικές αποκαλύψεις, έκανε έναν γενικότερο απολογισμό της ζωής του και της αγάπης του για τον κινηματογράφο:

«Τελείωσα το γυμνάσιο στην πλατεία Κουμουνδούρου, πήγα στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων στην Υδρα και, όταν τελείωσα, επρόκειτο να μπαρκάρω. Μαζί με συναδέλφους περιμέναμε να έρθουν τα καράβια. Εγώ έπαιζα αυτοδίδακτος κιθάρα. Στα Καμίνια, λοιπόν, παίζαμε σε διάφορα ταβερνάκια και βγάζαμε ένα χαρτζιλίκι. Την ίδια περίοδο στην Υδρα γυριζόταν μια χολιγουντιανή ταινία με έναν πολύ μεγάλο σκηνοθέτη, τον Μόρτον Ντακόστα. Μαζί με όλους τους κορυφαίους ηθοποιούς έπαιζε ο Τίτος Βανδής, ο Βασίλης Λαμπρινός και πολλοί άλλοι.

Οπως παίζαμε κιθάρες και τραγουδούσαμε, στο διπλανό τραπέζι ήταν όλοι οι συντελεστές από την ταινία. Με ακούνε και στέλνουν τον Μαξ Ρόμαν στο τραπέζι και μου λένε “στο διπλανό τραπέζι κάθονται όλοι οι συντελεστές της ταινίας που γυρίζουμε. Θα θέλατε να μας πείτε ένα τραγούδι για την ταινία κ.λπ.”. Παραξενεύτηκα, χαμογέλασα και δέχτηκα. Ζήτησαν μάλιστα να υπογράψω και συμβόλαιο. Την επόμενη μέρα λοιπόν πηγαίνω εκεί που μου είπαν για το ραντεβού και μου έδιναν για μία εβδομάδα γυρίσματα 4.500 δραχμές! Τραγούδησα το τραγούδι στην ταινία και όταν τελείωσα τα γυρίσματα, έρχονται και μου λένε “είναι κρίμα να βρίσκεσαι σε επάγγελμα της θάλασσας. Επρεπε να σπουδάσεις μουσικό θέατρο”. Στην Ελλάδα δεν υπήρχε, όμως, κάτι αντίστοιχο. Από τα πολλά με πείθουν να πάω να σπουδάσω στη Σχολή Μουσικού Θεάτρου της Αμερικής με υποτροφία. Τα πάντα ήταν πληρωμένα. Πήγα στον πατέρα μου τότε για να μου δώσει την άδεια. Και εκείνος μου είπε: “Ακουσε, παιδί μου, το δίπλωμα του καπετάνιου δεν μπορεί να σ’ το πάρει κανείς. Μπορείς να το εξασκήσεις ό,τι ώρα θες. Κάνε αυτό που θέλεις και θα είμαι κοντά σου εγώ σε όποια απόφαση πάρεις”. Σπούδασα για δύο χρόνια».