Πώς οι διαταραχές ύπνου μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο για διαβήτη κατά 34%, σύμφωνα με μελέτη
Μια μελέτη από το Brigham and Women’s Hospital στη Βοστώνη συνδέει τους τα προβλήματα ύπνου με 34% μεγαλύτερο κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη σε σύγκριση με μία σταθερή βραδινή ρουτίνα. «Τα ευρήματά μας υπογραμμίζουν τη σημασία των σταθερών προτύπων ύπνου ως στρατηγική μείωσης του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2», δήλωσε ο βασικός συγγραφέας της μελέτης Sina Kianersi, ερευνητής στο Channing Division of Network Medicine.
Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 είναι μία από τις 10 κορυφαίες αιτίες θανάτου και αναπηρίας παγκοσμίως. Ο αριθμός των ανθρώπων με τη χρόνια αυτή πάθηση αναμένεται να υπερδιπλασιαστεί, φτάνοντας τα 1,3 δισεκατομμύρια έως το 2050.
Τι έδειξε έρευνα για τις διαταραχές ύπνου και τον κίνδυνο διαβήτη
Για τη μελέτη αυτή, περισσότεροι από 84.000 κάτοικοι του Ηνωμένου Βασιλείου φορούσαν επιταχυνσιόμετρα, συσκευές όπως τα ρολόγια που παρακολουθούν την κίνηση για 7 νύχτες. Οι συμμετέχοντες ήταν κατά μέσο όρο 62 ετών και αρχικά χωρίς διαβήτη.
Οι ερευνητές παρακολούθησαν τους εθελοντές για περίπου 7,5 χρόνια, παρακολουθώντας την ανάπτυξη διαβήτη, κυρίως μέσω ιατρικών φακέλων. Διαπίστωσαν ότι οι άνθρωποι των οποίων η διάρκεια ύπνου παρουσιάζει διακυμάνσεις κατά μία ώρα, από νύχτα σε νύχτα, αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο διαβήτη κατά 34%.
Η σχέση μεταξύ των διαταραχών του ύπνου και του διαβήτη ήταν πιο έντονη σε άτομα που κοιμόντουσαν περισσότερο και είχαν χαμηλότερο γενετικό κίνδυνο για την ασθένεια. Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο Diabetes Care.
Είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι ο κακός ύπνος αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για τον διαβήτη. Ο ύπνος είναι σημαντικός για τον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα, ενώ το υψηλό σάκχαρο στο αίμα είναι χαρακτηριστικό του διαβήτη.
Ο κίνδυνος για όσους κοιμούνται λίγο
Μια μελέτη διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι που κοιμούνται λιγότερο από 6 ώρες την ημέρα έχουν “σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο” να αναπτύξουν τη διαταραχή σε σύγκριση με εκείνους που κοιμούνται 7 έως 8 ώρες.
Η ομάδα του Kianersi αναγνώρισε ορισμένους περιορισμούς στη μελέτη, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι οι πληροφορίες για τον τρόπο ζωής των συμμετεχόντων συλλέχθηκαν έως και 5 χρόνια πριν από την έναρξη της έρευνας με τα επιταχυνσιόμετρα.
Επίσης, η επταήμερη αξιολόγηση του ύπνου δεν καταγράφει τα μακροπρόθεσμα πρότυπα ύπνου. Δεδομένου ότι οι εθελοντές της μελέτης ήταν κυρίως ηλικιωμένοι και υγιείς, οι ερευνητές σχεδιάζουν να δοκιμάσουν τη θεωρία τους και σε νεότερους ανθρώπους.
«Τα ευρήματά μας έχουν τη δυνατότητα να βελτιώσουν την πρόληψη του διαβήτη σε πολλαπλά επίπεδα», δήλωσε ο Kianersi. «Κλινικά, μπορούν να οδηγήσουν σε καλύτερη φροντίδα ασθενών και σχέδια θεραπείας. Οι οδηγίες δημόσιας υγείας θα μπορούσαν να προωθήσουν τα τακτικά πρότυπα ύπνου. Ωστόσο, απαιτείται περισσότερη έρευνα για να κατανοηθεί πλήρως ο μηχανισμός και να επιβεβαιωθούν τα αποτελέσματα σε άλλους πληθυσμούς».