Κύκλωμα εκβιαστών: Το «προφίλ» των 7 βασικών μελών μέσα από το διαβιβαστικό της ΕΛ.ΑΣ. – Πώς κατάφερναν να ξεφεύγουν
Νέα στοιχεία φέρνει στο φως της δημοσιότητας το enikos.gr για το κύκλωμα που εκβίαζε επιχειρηματίες στο κέντρο της Αθήνας, εξασφαλίζοντάς τους «ασυλία» από καταλογισμό προστίμων για παραβάσεις ή προστασία, έναντι αδρής αμοιβής, όπως καταγράφονται μέσα από περιπτώσεις που περιλαμβάνονται στο διαβιβαστικό της ΕΛ.ΑΣ..
Η αρχή του τέλους για το εν λόγω κύκλωμα εκβιαστών ουσιαστικά σημειώθηκε στις 12 Απριλίου του 2024 όταν και έγινε καταγγελία στις Αρχές από έναν επιχειρηματία του κέντρου της Αθήνας, ο οποίος ανέφερε χαρακτηριστικά πως «η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο» και εξηγούσε αναλυτικά τον τρόπο δράσης της εγκληματικής οργάνωσης, αναφέροντας και την «Νάνσυ».
Όπως αναφέρεται στο διαβιβαστικό της ΕΛ.ΑΣ., «από την ακρόαση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων των ανωτέρων προσώπων και τη διακριτική επιτήρησή τους, επιβεβαιώθηκαν τα καταγγελλόμενα και προέκυψε ότι η «Νάνσυ» είχε συγκροτήσει και διεύθυνε από κοινού με τον Σ.Σ. εγκληματική οργάνωση, στην οποία εκτός των δημοτικών αστυνομικών, είχαν στρατολογηθεί και ενταχθεί υπάλληλοι έτερων Δημοσίων Υπηρεσιών, όπως Υπηρεσιών Δόμησης, Διευθύνσεων Υγειονομικού Ελέγχου, καθώς και της Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού».
Οι ρόλοι των 7 βασικών μελών του κυκλώματος
Το enikos.gr αποκαλύπτει καρέ καρέ τους ρόλους των 7 βασικών μελών του κυκλώματος, όπως ακριβώς καταγράφονται στο διαβιβαστικό της ΕΛ.ΑΣ., πέρα από την «Νάνσυ» και τον Σ.Σ., που ήταν τα διευθυντικά στελέχη.
Βασικό μέλος της εγκληματικής οργάνωσης και, όπως αναφέρει η ΕΛ.ΑΣ., δίχως αυτόν θα ήταν αδύνατο να αναπτύξει την παράνομη δραστηριότητά της, είναι ένας υπάλληλος της Διεύθυνσης Δημοτικής Αστυνομίας του δήμου Αθηναίων.
Κατείχε καίρια θέση στην Δημοτική Αστυνομία, όντας Τμηματάρχης σε αστυνομικό τμήμα το οποίο έχει ως αρμοδιότητα μεταξύ άλλων την διενέργεια ελέγχων σε καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος στην περιοχή του κέντρου των Αθηνών, καθώς και τον έλεγχο της τήρησης των σχετικών διατάξεων που αφορούν τον Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό.
Δρούσε αποκλειστικά κατόπιν εντολών που λάμβανε από το δεύτερο διευθυντικό στέλεχος της οργάνωσης, τον οποίο ενημέρωνε σχετικά με τους επικείμενους ελέγχους της Δημοτικής Αστυνομίας, για τους οποίους γνώριζε λόγω της θέσης του στην Υπηρεσία. Επίσης, λόγω της θέσης του ως Τμηματάρχης, είχε υπό τις εντολές του το λοιπό προσωπικό του Δημοτικού Αστυνομικού Τμήματος, τους οποίους κατόπιν συνεννόησης με τον δεύτερο αρχηγό της οργάνωσης, κατεύθυνε να προβούν σε ενέργειες ή παραλήψεις προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι σκοποί της οργάνωσης.
Συγκεκριμένα, κατόπιν οδηγιών που λάμβανε, όταν υφιστάμενοι του Δημοτικοί Αστυνομικοί διενεργούσαν ελέγχους σε καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, ευρισκόμενα υπό την προστασία της οργάνωσης, τους έδινε εντολές να διακόψουν τον έλεγχο και να μην προβούν στην βεβαίωση των παραβάσεων που είχαν εξακριβώσει.
Δεύτερο βασικό μέλος αποτελεί ένας υπάλληλος της Διεύθυνσης Δόμησης του Δήμου Αθηναίων, Μεταξύ των αρμοδιοτήτων της Διεύθυνσης Δόμησης, είναι η έκδοση οικοδομικών αδειών, η έγκριση εργασιών μικρής κλίμακας, εργασιών επισκευής αλλά και ο εν γένει έλεγχος και έγκριση των πάσης φύσης οικοδομικών εργασιών, σε εφαρμογή του εκάστοτε ισχύοντος οικοδομικού κανονισμού.
Ο ρόλος που είχε αναλάβει αφορούσε αποκλειστικά την ιδιότητα του ως δημόσιος υπάλληλος και δρώντας υπό τις εντολές της «Νάνσυ», έθετε παρανόμως έγγραφα στο αρχείο, δεν βεβαίωνε παραβάσεις, και την ενημέρωνε αναφορικά με υποβληθείσες καταγγελίες και επικείμενους ελέγχους σε καταστήματα υπό την προστασία της οργάνωσης, ενώ συνέτασσε και ψευδείς βεβαιώσεις, εξυπηρετώντας καθ’ αυτόν τον τρόπο τους σκοπούς της εγκληματικής οργάνωσης
Λόγω της υπαλληλικής του ιδιότητας στην Διεύθυνση Δόμησης είχε πρόσβαση σε πληροφορίες και σε έγγραφα, τα οποία ήταν καθοριστικά για την λειτουργία της οργάνωσης και χωρίς αυτόν θα ήταν αδύνατο να αναπτύξει την παράνομη δράση της.
Συνεργαζόταν με την «Νάνσυ» σε πλήθος περιπτώσεων που αφορούσαν καταστήματα, ξενοδοχεία και κτίρια, είτε ολοκληρωμένα είτε υπό κατασκευή, για τα οποία συνεπικουρούσε στο να συνεχίσουν τις παράνομες δραστηριότητες τους, λαμβάνοντας χρηματικά ανταλλάγματα για τις ενέργειες του.
Τρίτο βασικό μέλος, ήταν επίσης ένας υπάλληλος του δήμου Αθηναίων, όπου χωρίς αυτόν θα ήταν αδύνατο να αναπτύξει την παράνομη δραστηριότητα της εγκληματικής οργάνωσης.
Βασικός του ρόλος ήταν η παροχή συνδρομής, ώστε να εγκρίνονται αιτήματα της εγκληματικής οργάνωσης που αφορούσαν κυρίως οικοδομικές εργασίες σε κτίρια, από τα αρμόδια Συμβούλια Αρχιτεκτονικής, στα οποία ο ίδιος είχε πρόσβαση και μπορούσε να επηρεάσει την λήψη αποφάσεων τους, ασκώντας αθέμιτη επιρροή.
Στα συμβούλια αυτά, ήταν προαποφασισμένο ότι θα ικανοποιηθούν τα αιτήματα τους, πλην όμως επέτρεπαν σε μέλη του συμβουλίου να κάνουν παρατηρήσεις σχετικά με αυτά, ώστε μην γίνει αντιληπτή η δράση της οργάνωσης.
Τέταρτο βασικό μέλος και σημαντικό, αποτελούσε μία υπάλληλος της Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Αττικής, Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας και Κυκλάδων του Υπουργείου Πολιτισμού. Ήταν από τα πιο καλά αμειβόμενα μέλη της οργάνωσης, με τα ποσά που λάμβανε να ανέρχονται από στις 6.000 έως 10.000 ευρώ, ανά περίπτωση.
Η ανωτέρω Υπηρεσία έχει ως αρμοδιότητα μεταξύ άλλων την εποπτεία και την εναρμόνιση έργων και δραστηριοτήτων αναφορικά με τα νεώτερα μνημεία (μεταγενέστερα του 1830).
Πολλοί από τους «πελάτες» της εγκληματικής οργάνωσης είχαν στην κατοχή τους κτίρια (υπό κατασκευή καταστήματα, ξενοδοχεία, οικίες) τα οποία ενέπιπταν στις αρμοδιότητες της και τα οποία βρισκόντουσαν κυρίως στο κέντρο της Αθήνας αλλά και σε νησιωτικές περιοχές. Για να πραγματοποιήσουν οικοδομικές εργασίες στα προαναφερόμενα κτίσματα, απαραίτητη προϋπόθεση μεταξύ άλλων ήταν να υποβάλλουν αίτημα και στην ως άνω Υπηρεσία, το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις θα εξεταζόταν από αρμόδια συμβούλια, στα οποία συμμετείχε και η κατηγορούμενη κυρίως ως εισηγήτρια.
Η ίδια, λόγω της θέσης που κατείχε, ως προϊσταμένη του Τμήματος Προστασίας Νεωτέρων Μνημείων, είχε αυξημένες αρμοδιότητες στην Υπηρεσία της και αυτό της έδινε την δυνατότητα να συμβάλει καθοριστικά στην παράνομη δράση της οργάνωσης.
Συγκεκριμένα, κατόπιν εντολών που λάμβανε από την Νάνσυ, προέβαινε στην σύνταξη ψευδών βεβαιώσεων, ενώ επιχειρούσε να ασκήσει αθέμιτη επιρροή στα μέλη των συμβουλίων, ώστε να ικανοποιηθούν τα αιτήματα της εγκληματικής οργάνωσης, εξυπηρετώντας καθ’ αυτό τον τρόπο τους σκοπούς της και επιτρέποντας στους ιδιοκτήτες των κτισμάτων να προβούν στις απαραίτητες εργασίες.
Επιπροσθέτως, παρείχε πληροφορίες που γνώριζε λόγω της Υπηρεσίας της, στην Νάνσυ, σχετικά με τις εκκρεμείς υποθέσεις τους και ενώ γνώριζε για τις παράνομες εργασίες που πραγματοποιούσαν οι «πελάτες» της οργάνωσης, δεν προέβαινε σε καμία ενέργεια για αυτό αλλά αντιθέτως συνέτασσε ψευδείς βεβαιώσεις προκειμένου να συνδράμει στην διεκπεραίωση των υποθέσεων τους.
Πέμπτο βασικό μέλος της εγκληματικής οργάνωσης, αποτελούσε μία υπάλληλος Διεύθυνσης Υγειονομικού Ελέγχου
και Περιβαλλοντικής Υγιεινής Περιφερειακής Ενότητας Κεντρικού Τομέα Αθηνών.
Ο ρόλος της στην οργάνωση, αφορούσε αποκλειστικά την ιδιότητα της ως υπάλληλος Τμήματος Υγειονομικού Ελέγχου που είχε αρμοδιότητα να πραγματοποιεί ελέγχους σε καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος στην περιοχή της Αθήνας, σύμφωνα με τους ισχύοντες υγειονομικούς κανονισμούς.
Κατόπιν εντολών ενημέρωνε όταν επρόκειτο να μεταβεί για έλεγχο σε καταστήματα υπό την προστασία της οργάνωσης, δεν βεβαίωνε διαπιστωθείσες παραβάσεις, ενώ συνέτασσε και ψευδείς βεβαιώσεις αναφορικά με τους ελέγχους, εξυπηρετώντας καθ’ αυτό τον τρόπο τους σκοπούς της οργάνωσης. Άξιο μνείας είναι και το γεγονός ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις η κατηγορούμενη δεν μετέβαινε στα καταστήματα για τους απαιτούμενους από την Υπηρεσία της ελέγχους, κατόπιν συνεννόησης με την Νάνσυ, η οποία της προσκόμιζε φορολογικές αποδείξεις προκειμένου η κατηγορούμενη ακολούθως να βεβαιώσει ψευδώς ότι πραγματοποίησε τους ελέγχους αυτούς.
Ακόμα, η κατηγορούμενη λαμβάνοντας οδηγίες από την Νάνσυ, μετέβαινε στοχευμένα σε καταστήματα για την διενέργεια ελέγχων και με πρόσχημα την διαπίστωση παραβάσεων, εξανάγκαζαν τους καταστηματάρχες είτε να ζητήσουν την προστασία της οργάνωσης, είτε να πληρώσουν χρωστούμενα χρηματικά ποσά σε αυτή.
Έκτο βασικό μέλος της εγκληματικής οργάνωσης, αποτελούσε υπάλληλος της Διεύθυνσης Υγειονομικού Ελέγχου και
Περιβαλλοντικής Υγιεινής Περιφερειακής Ενότητας Βορείου Τομέα Αθηνών.
Ο ίδιος, μαζί με μία συνάδελφό του, με την οποία μετέβαιναν από κοινού στους ελέγχους των καταστημάτων, τελούσαν υπό τις εντολές της Νάνσυ και εξυπηρετούσαν τους σκοπούς της εγκληματικής οργάνωσης, σχετικά με την προστασία των καταστημάτων της περιοχής αρμοδιότητας τους.
Συγκεκριμένα, ενημέρωνε την Νάνσυ, σχετικά με έγγραφα που χρεωνόταν από την Υπηρεσία του και αφορούσαν επικείμενους ελέγχους που θα διενεργούσε σε καταστήματα που βρισκόταν υπό την προστασία της οργάνωσης.
Επίσης, κατόπιν οδηγιών που λάμβανε από την Νάνσυ, δεν προέβαινε στην διενέργεια των απαιτούμενων ελέγχων, δεν βεβαίωνε διαπιστωθείσες παραβάσεις, συνέτασσε ψευδείς βεβαιώσεις και αρχειοθετούσε παρανόμως έγγραφα που αφορούσαν καταστήματα υπό την προστασία της οργάνωσης.
Έβδομο βασικό μέλος, αποτελούσε μία υπάλληλος της Διεύθυνσης Υγειονομικού Ελέγχου και Περιβαλλοντικής Υγιεινής Περιφερειακής Ενότητας Βορείου Τομέα Αθηνών.
Από κοινού με το έκτο μέλος διενεργούσαν ελέγχους σε καταστήματα της περιοχής αρμοδιότητας τους και είχαν καθοριστική δράση στο πλαίσιο της εγκληματικής οργάνωσης.
Η ίδια ενημέρωνε την Νάνσυ αναφορικά με επικείμενους ελέγχους που επρόκειτο να διενεργηθούν σε καταστήματα και σε συνεννόηση μαζί της, δεν μετέβαινε για την διενέργεια των ελέγχων αυτών, δεν βεβαίωνε διαπιστωθείσες παραβάσεις και συνέτασσε ψευδείς βεβαιώσεις.
Επίσης, λάμβανε εντολές από την Νάνσυ να εκφοβίζει συγκεκριμένους καταστηματάρχες κατά τους ελέγχους στα καταστήματα τους, ώστε αυτοί να καταβάλουν χρηματικά ποσά στην οργάνωση για την προστασία τους και την αποφυγή βεβαίωσης παραβάσεων.
Πώς κατάφεραν να ξεφεύγουν
Η «Νάνσυ», ήταν πολύ προσεκτική στον τρόπο δράσης της και ιδιαίτερα στις τηλεφωνικές επικοινωνίες και στις δια ζώσης συναντήσεις της με τους δημοσίους λειτουργούς. Φρόντιζε να επικοινωνεί μαζί τους κυρίως μέσω διαδικτυακών εφαρμογών, ιδιαίτερα όταν οι συζητήσεις αφορούσαν χρηματικά ποσά, ενώ κατά την παράδοση των χρημάτων, τους συναντούσε σε μέρη που θα ήταν δύσκολο να γίνουν αντιληπτοί από άλλα άτομα και τις διωκτικές αρχές.
Επιπλέον, αξίζει να αναφερθεί ότι η εγκληματική οργάνωση λάμβανε μέτρα, προκειμένου να μην γίνει αντιληπτή η δράση της. Συγκεκριμένα, κατά τις δια ζώσης συναντήσεις τους, είτε με δημοσίους υπαλλήλους, είτε με καταστηματάρχες αλλά και μεταξύ τους, τα μέλη της επιδείκνυαν μεγάλη προσοχή, ώστε να μην γίνουν αντιληπτοί από τις διωκτικές αρχές και από έτερα άτομα που θα μπορούσαν να υποπτευθούν την παράνομη δράση τους.
Ακόμα, κατά τη δοσοληψία των χρηματικών ποσών μεταξύ των μελών της οργάνωσης, έδειχναν μεγάλη επιμέλεια στην επιλογή του μέρους των συναντήσεων τους, οι οποίες συνήθως ήταν μικρής χρονικής διάρκειας. Ειδικά κατά την πληρωμή των δημοσίων υπαλλήλων, κάποιες συναντήσεις διαρκούσαν λίγα δευτερόλεπτα και πραγματοποιούταν είτε σε εξωτερικούς χώρους, ώστε να φαίνονται τυχαίες, είτε σε κλειστούς χώρους όπου θα ήταν αδύνατο να τους δει κάποιος (τουαλέτες καταστημάτων, αυτοκίνητα κ.λπ.), ενώ επόπτευαν τον χώρο για τυχόν «ύποπτα» άτομα.
Οι σκόπιμες παραβάσεις και τα μηνύματα που διαγράφονται αυτόματα
Άξιο μνείας είναι και το γεγονός ότι όταν ενημέρωναν τους καταστηματάρχες για επικείμενους ελέγχους, τους καθοδηγούσαν να αφήσουν σκοπίμως να τους βεβαιωθεί κάποια αμελητέα παράβαση, ώστε να μην γίνει αντιληπτό από έτερους καταστηματάρχες και μη εμπλεκόμενους δημοσίους υπαλλήλους (ή αιρετούς της τοπικής αυτοδιοίκησης) ότι έχουν ενημερωθεί σχετικά με τον έλεγχο.
Επιπροσθέτως, πέραν των συμβατικών τηλεφωνικών συνομιλιών τους, για τις επικοινωνίες τους και τον συντονισμό των παράνομων δραστηριοτήτων τους, χρησιμοποιούσαν και διαδικτυακές εφαρμογές, αποκρύπτοντας έτσι το περιεχόμενο των συνομιλιών τους και λεπτομέρειες αναφορικά με τη δράση τους. Ιδιαίτερη προσοχή έδειχναν στις συνομιλίες με τους δημοσίους υπαλλήλους, στις οποίες απέφευγαν να αναφέρονται σε χρηματικά ποσά και πάντα τους υποδείκνυαν να μιλήσουν είτε δια ζώσης, είτε μέσω διαδικτυακών εφαρμογών, όπου ως επιπλέον μέτρο προστασίας χρησιμοποιούσαν μηνύματα που διαγράφονται αυτόματα μετά την παρέλευση χρονικού ορίου.
Δύο περιπτώσεις της παράνομης δράσης
Ακόμη, από την έρευνα της ΕΛ.ΑΣ., διακριβώθηκαν συνολικά 47 περιπτώσεις που αναδεικνύουν την παράνομη δραστηριότητα της εγκληματικής οργάνωσης. Εξ αυτών, στο διαβιβαστικό παρατίθενται ενδεικτικά – συνοπτικά οι 13 σημαντικότερες, με το enikos.gr να δημοσιεύει 2 από αυτές.
Πρώτη περίπτωση – Επιχείρηση Εστίασης
Την 25/04/2024 υπεύθυνος λειτουργίας του καταστήματος που βρίσκεται επί της Λ. Κηφισίας, επικοινώνησε τηλεφωνικά με την Νάνσυ, προκειμένου να ζητήσει την συνδρομή της για την διευθέτηση ζητήματος που προέκυψε κατόπιν παράβασης που βεβαιώθηκε από τους υπαλλήλους της Διεύθυνσης Υγειονομικού Ελέγχου Βορείου Τομέα Αθηνών, που συμμετείχαν στο κύκλωμα αναφορικά με την ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων, που δεν επιτρεπόταν βάσει της άδειας λειτουργίας του καταστήματος του.
Στη συνέχεια, την 01/05/2024 η Νάνσυ ενημέρωσε τον αδελφό της να φέρει το χρηματικό ποσό των 4.000 ευρώ από την οικία της μητέρας τους για να το παραδώσουν στους ανωτέρω υπαλλήλους, προκειμένου αυτοί να βεβαιώσουν ψευδώς ότι ο εν λόγω καταστηματάρχης συμμορφώθηκε με την παράβαση που του βεβαιώθηκε. Έτσι, κανόνισαν να συναντηθούν σε σημείο πλησίον της Υπηρεσίας των δυο υπαλλήλων, όχι όμως έξωθεν αυτής, διότι όπως της τόνισε ο ένας υπάλληλος, εκεί θα αναγνώριζαν τα αυτοκίνητα τους. Πράγματι, όπως προέκυψε από τις τηλεφωνικές συνομιλίες τους, συναντήθηκαν στο σημείο που ανέφεραν, όπου προφανώς παρέλαβαν το ανωτέρω χρηματικό ποσό.
Την ίδια ημέρα, η Νάνσυ κάλεσε τηλεφωνικά τον ιδιοκτήτη και του ανέφερε ότι εκτός από τους υπαλλήλους του Υγειονομικού τους οποίους πλήρωσε, θα πρέπει αυτός να δώσει και το χρηματικό ποσό των 1.000 ευρώ για τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας Δόμησης, ώστε και αυτοί να μην τον «ενοχλήσουν».
Δεύτερη περίπτωση – Νεοκλασικό κτίριο επί της οδού Ηπίτου
Την 14/05/2024 ο ένας υπαστυνόμος Β’, επικοινώνησε τηλεφωνικά με την Νάνσυ και ζήτησε την συνδρομή της, ώστε να εγκριθεί αίτημα ενός γνωστού του, ιδιοκτήτη νεοκλασικού κτιρίου επί της οδού Ηπίτου στην Αθήνα, από το αρμόδιο Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής, το οποίο αφορούσε οικοδομικές εργασίες επί του ακινήτου.
Εκείνη του ανέφερε ότι μπορεί να τους εξυπηρετήσει, αλλά θα χρειαστεί να δωροδοκήσουν τους αρμόδιους υπαλλήλους λέγοντας
χαρακτηριστικά ότι «είναι φιξ η τιμή τους, οκτώ», καθώς και να ζητήσει παραπάνω χρήματα από τους ιδιοκτήτες ώστε να επωφεληθούν και οι ίδιοι, με τον αυτόν να της απαντάει «ναι δεν είμαι χαζός».
Ακολούθως, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον υπεύθυνο αρχιτέκτονα για την υπόθεση, και έπειτα από μια σειρά συνομιλιών την ίδια αλλά και τις επόμενες ημέρες, συμφώνησαν τελικά στην δωροδοκία τον αρμοδίων υπαλλήλων του δημοσίου, ώστε να εγκριθεί το εν λόγω αίτημα, κατόπιν συμφωνίας και του ιδιοκτήτη του ακινήτου σχετικά με το οικονομικό κομμάτι. Το χρηματικό ποσό που θα λάμβανε τελικά η Νάνσυ ανέρχεται στα 16.000 ευρώ.
Την 03/06/2024, ο αδελφός της Νάνσυ κάλεσε τηλεφωνικά τη μητέρα του, και την ενημέρωσε για την επόμενη μέρα να του ετοιμάσει το χρηματικό ποσό των 2.700 ευρώ, γιατί ο ίδιος έχει 1.300 ευρώ και το ζητούμενο ποσό είναι 4.000 ευρώ. Ακολούθως, επικοινώνησε τηλεφωνικά με την αδερφή του, η οποία του έδωσε οδηγίες να πάρει συνολικά 10.000 ευρώ, γιατί χρειάζονται 6.000 ευρώ για τον μηχανικό και 4.000 ευρώ για τον Σ. που όπως προκύπτει από τις επόμενες κλήσεις, πρόκειται για έναν υπάλληλο του Δήμου Αθηναίων.
Την 04/06/2024, η Νάνσυ, επικοινώνησε με τον αρχιτέκτονα ενημερώνοντας τον ότι συνεννοήθηκε με τους υπαλλήλους, οι οποίοι συμφώνησαν για να εγκριθεί το αίτημα στο συμβούλιο και ότι τους έχει επισημάνει να δουν τα σχετικά έγγραφα μήπως χρειάζονται διορθώσεις.
Ακολούθως κανονίστηκε ραντεβού προκειμένου να μοιραστούν τα χρηματικά ποσά που είχαν κανονιστεί.