Χαρίτα Μάντολες: «Η Κύπρος είναι ελληνική» – Η συγκλονιστική μαρτυρία της γυναίκας που έγινε σύμβολο του αγώνα κατά της τουρκικής κατοχής

Συγκλονίζουν οι περιγραφές για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, τις οποίες κάνει η «μάνα» του αγώνα κατά της κατοχής, η Χαρίτα Μάντολες. Η γυναίκα που είδε τους Τούρκους να ξεκληρίζουν οικογένειες και να σκοτώνουν τον άνδρα της έγινε σύμβολο της κυπριακής τραγωδίας, έχοντας χάσει πατέρα, άνδρα, δυο γαμπρούς, θείο, νονό κι έναν ξάδερφο, κατά την εισβολή.

Η Χαρίτα Μάντολες πρωτοστατεί από τότε στον αγώνα για τους αγνοούμενους, ενώ τα οστά των δικών της ανθρώπων βρέθηκαν σε ομαδικό τάφο, στο κατεχόμενο χωριό Ελιά της Κερύνειας. Η ίδια εμφανίστηκε σήμερα στην εκπομπή «Kοινωνία Ώρα MEGA» και κατέθεσε με πόνο ψυχής όσα έζησε εκείνη την ημέρα.

«Τα θυμάμαι όλα. Ήμασταν στο σπίτι μας, περνούσαμε πολύ ωραία με τον σύζυγό μου, με τα δύο μας παιδάκια και ήρθε το πραξικόπημα, αυτή η προδοσία η μεγάλη που έγινε, και μετά ήρθαν οι Τούρκοι. Το σπίτι μας ήταν εκεί κοντά που έγινε η απόβαση. Τότε άρχισε ο κόσμος να τρέχει, να κλαίει, να φωνάζει. Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Ήρθαν κοντά μας άνθρωποι χωρίς τη γυναίκα, χωρίς τη μάνα, χωρίς τον πατέρα, έκλαιγαν ένα αγοράκι. Κάτω από τα λεμονόδεντρα κρυφτήκαμε γιατί το ράδιο έλεγε τραγούδια», είπε και συνέχισε:

«Τότε, ο σύζυγός μου πήγε να καταταχτεί, ήταν έφεδρος. Οι Τούρκοι έβγαιναν, τους βλέπαμε, πολλές σφαίρες έριχναν, οι όλμοι, τα αεροπλάνα, από τη θάλασσα τα πλοία, ήταν χαλασμός κόσμου.

Αποφασίσαμε να κρυφτούμε σε έναν στάβλο. Ήταν κάτω από το σπίτι της μικρής αδερφής μου, κοντά στο δικό μου. Μείναμε όλη μέρα, το βράδυ ήρθε μια κοπέλα που είχε χάσει τον σύζυγό της και τα μωρά της. Την κρατήσαμε μαζί μας και την άλλη μέρα έτρεξε ο σύζυγός μου για να φέρει λίγο γάλα για τα παιδιά, πήγα να τρέξω και εγώ. Εκεί ένα αεροπλάνο μυδραλιοβολούσε συνέχεια γι’ αυτό του φώναξα ‘πρόσεχε’ και τότε άρχισε να φωνάζει ένας στρατιώτης πληγωμένος που μπήκε στο σπίτι μας. Και ο σύζυγός μου ήρθε με πήρε, τον πήραμε και βγήκαμε πάνω στο δικό μου σπίτι. Του έπλυνε τις πληγές, του τις έδεσε, πέταξε τα στρατιωτικά και του φόρεσε πολιτικά ρούχα. Σε λίγο ήρθε η μάνα της κοπέλας που γύρευε τον σύζυγο και τα παιδιά της και είπαν θα φύγουν αλλά εγώ δεν τις άφηνα. Αυτές ξεκίνησαν όμως να περπατούν να κατευθύνονται προς το χωριουδάκι την Ελιά, και εγώ τις έβλεπα από το παραθυράκι του μπάνιου. Εκεί, πιο πάνω, ήταν ένα σπίτι που είχε μέσα Τούρκους. Τις άρπαξαν και ακόμα δεν έχουν φανεί αυτές οι γυναίκες, ούτε νεκρές ούτε ζωντανές, αγνοούνται.»

«Εκείνη την ώρα οι όλμοι από τα πλοία… έπεφταν γύρω από τα σπίτια μας και είπαμε θα πέσει το σπίτι πάνω μας. Άναψα κεριά, γονατίσαμε όλοι κάτω από τη δοκό του σπιτιού και εγώ, από εκείνη την στιγμή, φαίνεται μου έδωσε πολλή δύναμη ο Θεός, γονάτισα δίπλα από τον στρατιώτη και τον ρωτούσα να μάθω ποιος ήταν. Μου είπε ‘είμαι ο Χριστόφορος Γιατρού. Τρία χωριά μάζεψαν τους μακαριακούς, τους έβαλαν στα λεωφορεία και μας κατέβασαν εδώ πιο κάτω από το σπίτι σας. Εκεί μας έστησαν ενέδρα οι Τούρκοι, οι αξιωματικοί μας έφυγαν και μας άφησαν. Τότε εγώ πληγώθηκα, έκανα τον νεκρό το βράδυ και όταν οι Τούρκοι έφυγαν, ήρθα και μπήκα στον φούρνο του σπιτιού σας’».

«Δεν πίστευα ότι ήμουν ζωντανή»

Η περιγραφή της για τον θάνατο του άνδρα της είναι συγκλονιστική: «Το απόγευμα της Κυριακής, μας βρήκαν οι Τούρκοι μέσα στον στάβλο και τότε μας έβγαλαν έξω, μας χτύπησαν πολύ τους άντρες, ποδοπάτησαν τα γάλατα των παιδιών μας και μας έφεραν μία Εγγλέζα κοντά μας καταματωμένη με το μωρό της και μας είπαν θα μας πάρουν αιχμαλώτους. Προχωρούσαμε συνέχεια και κάποια στιγμή μας είπαν να στρίψουμε αριστερά, σε έναν αγροτικό δρόμο. Εκεί, μας είπαν ‘καθίστε κάτω’, γονατίσαμε και προσευχόμασταν και μετά οι Τούρκοι έστησαν γύρω τα όπλα και πυροβολούσαν και μας είπαν θα έρθει ο αξιωματικός για να μας πει τι θα σας κάνουμε. Ήρθε ο αξιωματικός, ήταν ένας κοντός με τρεις αστέρες χρυσές, και στάθηκε και είπε ‘δεν ξέρω να μιλάω ούτε αγγλικά, ούτε γερμανικά, μόνο τούρκικα. Ποιος από εσάς μπορεί να μιλήσει μαζί μου;’

Τότε, σηκώθηκε μια γυναίκα που ζούσε σε ένα χωριό με Τούρκους και ήξερε τούρκικα και του είπε ‘τι θα μας κάνετε, είμαστε άοπλοι και γυναικόπαιδα’ και αυτός της έδειξε ότι θα μας εκτελέσουν όλους. Αυτή του είπε ‘γιατί να μας εκτελέσετε είμαστε άοπλοι και γυναικόπαιδα’ και αυτός έδωσε τη διαταγή και έφυγε.

Τότε, μας είπαν να σηκωθούμε από κάτω και να περπατούμε 2 – 2 στην γραμμή. Όταν τελείωνε η δυάδα, μας είπαν να περπατάμε τρεις τρεις. Και εκείνη την στιγμή είδα δίπλα μου έναν Τούρκο στρατιώτη να πυροβολεί έναν άντρα τον οποίο είχαν χτυπήσει πάρα πολύ προηγουμένως. Τον πυροβόλησαν, έπεσε στη ρίζα μιας ελιάς, προσπάθησε να σηκωθεί και αυτοί πάλι τον πυροβόλησαν. Και τότε σηκώθηκε, πήρε την ελιά σφιχτά και τον πυροβόλησαν και κρατούσε την ελιά, αλλά τελικά έπεσε κάτω».

«Ένιωσα κάποιους να με κλωτσούν γιατί είχα πέσει κάτω, ο σύζυγός μου μου είχε πει αν αρχίσουν να πυροβολούν πέσε κάτω και κάνε τη νεκρή. Έπεσα κάτω, δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, με χτυπούσαν, με κλωτσούσαν, το ένιωθα αλλά δεν πίστευα ότι ήμουν ζωντανή. Άγγιξα το πόδι μου και το ένιωθα, γύρισα το κεφαλάκι της κορούλας μου που την κρατούσα στην αγκαλιά μου, μου ανοιγόκλεισε τα ματάκια της και τότε πήρα δύναμη, σηκώθηκα και άρχισα να φωνάζω τον άντρα μου. Μπροστά μου ο άντρας μου μπρούμυτα και όλοι οι άντρες, 12 άντρες. Πήγα να του αγγίξω τα πόδια του να δω αν προσποιούνταν και αυτός τον νεκρό, αλλά με τραβούσαν πίσω οι Τούρκοι, τραβούσαν τα χρυσαφικά, ό,τι είχαμε επάνω μας. Προσπαθούσα, δεν τα κατάφερα. Τότε, άρχισα να φωνάζω τον γιο μου (…) εκείνος έκλαιγε και φώναζε ‘μπαμπά μου, μπαμπά μου’».

«Προσμονούμε την απελευθέρωση της Κύπρου μας»

«Ακόμα εγώ ζω εκεί, δεν πέρασε ούτε στιγμή, είμαι εκεί. Τι 50 χρόνια; Καθόλου για εμάς δεν πέρασε. Προσμονούμε την απελευθέρωση της Κύπρου μας, περιμένουμε την αποκατάστασή μας στα σπίτια μας. Οι Τουρκοκύπριοι να πάνε στα σπίτια τους και εμείς στα δικά μας. Η Κύπρος είναι ελληνική. Δεν αντέχουμε άλλο, πρέπει να βρεθεί μια λύση, απελευθέρωση του τόπου, δε θέλουμε διζωνική ομοσπονδία. Θέλουμε απελευθέρωση της Κύπρου, να μπορούμε να πάμε στα σπίτια μας. Πρέπει να έχουμε ελπίδα και πίστη στον Θεό, θα πάμε πίσω, θα μας φέρει ο Θεός αυτήν τη λύση», κατέληξε η Χαρίτα Μάντολες.

διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ