Η ιστορία του κοκτέιλ που κάποτε τα μπαρ απαγορευόταν να σου πουλήσουν πάνω από δυο

Οι παλαιότεροι σίγουρα θα θυμούνται εκείνη την επική ταμπελίτσα που σε καλωσόριζε σε ταβέρνες, κουτούκια ή καφενεία. «Ο παίζων χάνει και ο πίνων μεθά»!  Κανόνας απαράβατος. Αν παίξεις, θα χάσεις. Αν πιεις, στην καλύτερη για σένα θα ζαλιστείς και θα «κάνεις κεφάλι». Οποιοσδήποτε ισχυρίζεται το αντίθετο είναι απλά ψεύτης.

Αλλά ας επικεντρωθούμε στο δεύτερο σκέλος, αυτής της… σοφής κουβέντας. Η ταμπελίτσα, επί της ουσίας προειδοποιούσε, πως το κέφι μπορεί να σε παρασύρει, να πιεις δυο ποτηράκια παραπάνω και μετά να τα βλέπεις όλα διπλά. Οπότε, αν δεν σου αρέσει αυτή η εξέλιξη, τότε θα ήταν καλύτερο να μην πιεις.

Τι γίνεται, όμως, με αυτούς που πέφτουν με τα μούτρα στο αλκοόλ χωρίς να τους ενδιαφέρει το μετά; Η αλήθεια είναι πως αυτοί είναι μια ειδική κατηγορία. Προφανέστατα κάνουν κακό στον εαυτό τους. Υπάρχουν, όμως, και οι περιπτώσεις που πάνω στην ανάγκη τους για ένα ισχυρό ποτό, δημιουργούν διάφορα κοκτέιλ – δυναμίτες και τ’ αφήνουν ως… παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές.

Μια τέτοια περίπτωση έχει άρωμα και γεύση από ρούμι και σήμερα, περισσότερα από 90 χρόνια μετά τη δημιουργία του, επιστρέφει δυναμικά και κατακτά και πάλι τις νύχτες. Αν το δοκιμάσεις και πιεις ένα, άντε δυο, είσαι… κυριλέ. Αν το παραξηλώσεις, όμως, και πας να το παίξεις μέγας πότης στην παρέα σου τότε το πιθανότερο είναι πως στο τέλος της βραδιάς, θα την πατήσεις.

Ένα κοκτέιλ με βαριά ιστορία

Βρισκόμαστε λίγο πριν τα μισά της δεκαετίας του 1930. Στο Χόλιγουντ ένας περίεργος τύπος ονόματι Έρνεστ Ρέιμοντ Μπόμοντ Γκαντ γνωστός στην πιάτσα και ως «Don the Beachcomber», αποφασίζει να ανοίξει ένα μπαρ με έντονο το πολυνησιακό στοιχείο.

Δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο. Μια «τρύπα» που συνολικά χωρούσε 25-30 ανθρώπους. Έμελλε, ωστόσο, όχι απλά να γίνει γνωστό και στέκι ακόμα και για διασημότητες όπως ο Φρανκ Σινάτρα, που είχε πάντα το δικό του τραπέζι να τον περιμένει, αλλά να δημιουργήσει μια ολόκληρη κουλτούρα σχετικά με τα κοκτέιλ, την λεγόμενη σήμερα «tiki κουλτούρα».

Ο «Don the Beachcomber», λοιπόν, υπηρετούσε στο πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ και στην εποχή της ποτοαπαγόρευσης ήταν ένας από τους πιο γνωστούς bootlegger, ένας από αυτούς που μετέφεραν παράνομα αλκοόλ. Όταν η απαγόρευση τελείωσε αποφάσισε να ανοίξει αυτό το μικρό μπαρ και να μεταφέρει εκεί τις γνώσεις του

Ο θρύλος για το πώς δημιουργήθηκε το ποτό που θα τον έκανε διάσημο στα πέρατα της γης, είναι εντυπωσιακός καθώς κρύβει διάφορες ωραίες ιστορίες. Μια από αυτές, ωστόσο, είναι που πάντα κλέβει τις εντυπώσεις και έχει επικρατήσει.

Σύμφωνα με αυτή, λοιπόν, μια νύχτα ένα μεγαλοστέλεχος γνωστής εταιρείας έχει πάει στο μπαρ. Αρχίζει τα ποτά και σύντομα η περιεκτικότητα του αλκοόλ στο αίμα του χτυπάει κόκκινα. Κάπου μέσα στη θολούρα του θυμάται πως την επόμενη ημέρα έχει ένα σημαντικό meeting και πανικοβάλλεται.

Ο  Έρνεστ του λέει πως έχει το «μυστικό» για τον κάνει να νιώσει καλύτερα και να ξεπεράσει γρήγορα το hungover. Ο πελάτης ικανοποιημένος δέχεται και αφού πίνει δυο από αυτά τα υπέροχα κοκτέιλ φεύγει.

Λίγες ώρες αργότερα επιστρέφει έξαλλος. Μπαίνει μέσα στο μπαρ αρχίζει και βρίζει. Ψάχνει τον  «Don the Beachcomber» και όταν τον βρίσκει του φωνάζει πως τον κατέστρεψε διότι αυτό που του έδωσε να πιει τον μετέτρεψε σε… ζόμπι! Η ιστορία, μόλις, είχε γραφτεί.

Το «ζόμπι» που κατέκτησε τον κόσμο

Ο  Έρνεστ δεν πτοήθηκε. Ήταν σίγουρος πως το δημιούργημά του σύντομα θα κατακτούσε τους πελάτες του. Ήταν τόσο σίγουρος μάλιστα που έκρυβε τα συστατικά ακόμα και από τους μπάρμαν του.

Αυτό που έκανε ήταν να φτιάχνει δικά του μπουκάλια και να τους βάζει απ’ έξω ετικέτες που έγραφαν «συστατικό 1», «συστατικό 2» κλπ κλπ Έτσι, οι εργαζόμενοι στο μπαρ ήξεραν τι πρέπει να βάλουν αλλά δεν ήξεραν τι ακριβώς ήταν αυτό που έβαζαν.

Σύντομα το «cocktail Zombie» έχει αρχίσει να αποκτά φήμη. Διάφορα μπαρ προσπαθούσαν να μαντέψουν τη συνταγή στέλνοντας κατασκόπους – κάπως έτσι, βέβαια, δημιουργήθηκαν οι διάφορες και εξίσου δυνατές συνταγές.

Έγινε θέμα ακόμα και στις εφημερίδες της εποχής καθώς οι ρεπόρτερ στήνονταν έξω από το μπαρ και κατέγραφαν τα… ζόμπι να βγαίνουν έξω από το μαγαζί και τρεκλίζοντας ή ακόμα και μπουσουλώντας να προσπαθούν να φτάσουν στο σπίτι τους.

Ήταν τέτοια η φρενίτιδα που επικρατούσε με το συγκεκριμένο κοκτέιλ που κάποια στιγμή οι μαγαζάτορες αποφάσισαν πως θα πουλάνε ανά άτομο μέχρι και δυο ποτά. Μετά τέλος. Αυτό, ωστόσο, φαίνεται πως προκάλεσε κάποιους οι οποίοι προκειμένου να αποδείξουν πως δε «μασάνε» από τέτοια έπιναν παραπάνω επίτηδες. Και κάπως έτσι τα ζόμπι πλήθαιναν.

Η αυθεντική συνταγή
   

Σήμερα πλέον υπάρχουν πάρα πολλές παραλλαγές του «ζόμπι». Κάποιες είναι πιο ελαφριές και κάποιες άλλες ακόμα πιο βαριές από την αυθεντική καθώς βάζουν μέσα ακόμα και πέντε διαφορετικά είδη ρουμιού! Συνήθως φτιάχνεται με προχωρημένα υλικά, premium ετικέτες και σερβίρεται σε εντυπωσιακά ποτήρια (κυριαρχούν οι νεκροκεφαλές, οι σκελετοί και άλλου σχετικού ύφους δημιουργίες), με διαφορετικές γαρνιτούρες, κερδίζοντας ακόμη και το γυναικείο κοινό.

Τα τελευταία χρόνια το ζόμπι έχει γίνει ξανά μόδα (και) στην αθηναϊκή νύχτα.  Οι μπάρμαν δεν προλαβαίνουν να φτιάχνουν το συγκεκριμένο κοκτέιλ το οποίο εννιά δεκαετίες μετά τη δημιουργία του συνεχίζει και πουλάει σαν τρελό.  Είναι τέτοια η άνθιση που γνωρίζει, μάλιστα, που το 2016 είχε πραγματοποιηθεί στην Αθήνα το Plantation Zombie Cocktail Competition όπου δεκάδες μπάρμαν απ’ όλη την Ελλάδα συμμετείχαν σε έναν μοναδικό διαγωνισμό προκειμένου στο τέλος να κερδίσει το καλύτερο κοκτέιλ.

Ανάλογοι διαγωνισμοί γίνονται παντού στον πλανήτη κάνοντας περήφανο τον «Don the Beachcomber» και αποδεικνύοντας πως τα κοκτέιλ μπορούν να είναι σαν το κρασί: όσο… παλιώνουν γίνονται καλύτερα.

newsbeast

πηγή

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ