Πόσο λίγες είστε, αγάπες μου. Πόσο το απολύτως τίποτα είστε κάτι γυναικούλες που μισείτε τις γυναίκες
Γράφω στα Νέα για κάτι κυρίες που (νομίζουν πως) αρθρογραφούν διεκδικώντας ένα 5λεπτο δημοσιότητας στις πλάτες των ομόφυλων τους.
Πόσο λίγες είστε, αγάπες μου
Πόσο λίγες, πόσο ασήμαντες, πόσο το απολύτως τίποτα είστε κάτι γυναικούλες που μισείτε τις γυναίκες. Γυναικούλες με βλέμμα συγκαμένο και γλώσσα φιδιού. Εσείς που βασανίζετε ανυπεράσπιστα πληκτρολόγια για να βρίσετε εμάς. Δεν μάς αντέχετε με τίποτα.
Και δεν μάς αντέχετε με τίποτα, γιατί πολύ απλά είμαστε καλύτερες σας. Γιατί έχουμε ζωή, έχουμε στόχους. Δεν τα πάμε καλά με όλους και δεν τούς γουστάρουμε όλους. Αγαπάμε κι αγαπιόμαστε και πέφτουμε και στο γκρεμό για τους φίλους μας. Βγαίνουμε στους δρόμους. Περπατάμε δίπλα δίπλα καμιά φορά με την ψυχή στο στόμα. Γιατί και βέβαια φοβόμαστε. Και το ξύλο και τα δακρυγόνα και το γομάρι που θα μάς πετάξει κάτω. Και φοβόμαστε και νοιαζόμαστε και εισπράττουμε την μια ήττα πίσω απ’ την άλλη. Και μετά πάλι μαζί. Στο ίδιο πεζοδρόμιο. Στο ίδιο σπίτι με κρασί και γεμιστά και σοκολάτες άπειρες και γέλια κοριτσίστικα που δεν έχουν ηλικία. Στο ίδιο σινεμά, στην ίδια συναυλία, στην ίδια εκδρομή του μυαλού και της ψυχής!
Πόσο λίγες είστε, αγάπες μου. Και πόσο μα πόσο σάς έχουμε γραμμένες και σάς και την ανυπαρξία σας. Μάς στοχοποιείτε για να κάνετε ονοματάκι. Δολοφονείτε χαρακτήρες για να γίνετε φίρμες. Μπα δεν βγαίνω μάναμ’. Όσο ξεθυμασμένο δηλητήριο κι αν στάξετε, δεν ιδρώνει το αυτί μας. Είστε τόσο μικροσκοπικές που απορεί κανείς πώς χωράει τόσο σκατό μέσα σας, μιλάμε για τρελές ποσότητες, πώς τις ανακυκλώνετε απορώ.
Μια τέτοια μού την έπεσε πριν λίγες μέρες. Μια ολίγιστη. Σαν αυτές μωρέ που είναι πάντα με την εξουσία. Πάντα με τους δυνατούς και τους παμπλούτου. Όσες πόρτες κι αν φάνε στα μούτρα, συνεχίζουν το γλείψιμο με κέφι αμείωτο. Κάτι να κάνουν, κάπου να ‘τρουπώσουν’, μια θεσούλα ρε παιδί μου, μια καρεκλίτσα αυτή την ωραία που κάνει βρρουμ βρρρουμ με τα ροδάκια. Μια κάμερα στη μούρη να λέτε ‘δεν έχω να δηλώσω κάτι ΠΑΙΔΙΑ΄. Ένα δημαρχιλίκι, ένα βουλευτιλίκι, κάτι τέλος πάντων. Εμ τι να γίνει κορίτσια, δεν είμαστε όλες ίδιες. Τα βουλευτιλίκια που εσείς κυνηγάτε, εμάς μάς τα προτείνουν και τα αρνιόμαστε. Έτσι γουστάρουμε κι αυτές είμαστε. Λαρτζ, κιμπάρισες κι αρχόντισσες.
Μεγάλη πανδημία οι wannabe, αδελφάκι μου. Άγριο πράγμα να την ιδρώνεις τη φανέλα κι όμως να μένεις πάντα στη Β’ Εθνική. Wannabe γυναίκες, πίκρα και καημός αγιάτρευτος. Κι αντί να αγωνιστείς να γίνεις καλύτερη, να βρίζεις την καλύτερη σου.
Άσχετο, εγώ αυτές τις βαριέμαι απ’ το ντύσιμο κιόλας. Ούτε καν κακόγουστες – η κακογουστιά ενίοτε είναι και ενδιαφέρουσα. Αυτές είναι ντυμένες το τίποτα. Τι είστε ντυμένη; Το τίποτα. Τι θα φορέσετε στα βαφτίσια του Γιωργάκη; Το τίποτα. Το απολύτως. Πώς είναι όταν γκουγκλάρεις και σού βγαίνουν κάτι συνολάκια-πακέτο; Φούστα μπλούζα, τσάντα γόβα, εκείνο το ασορτί της Κολάσεως; Το μπλε και το νιουντ και το θα ξεράσω τώρα; Αυτό. Γλυκούλες μωρέ.
Όταν με βρίζουν κατινούλες και κατινούλοι πατόκορφα, ξέρετε τί κάνω; Ό,τι έκανα και πριν: ζω όσο μπορώ πιο ανθρώπινα, γράφω στην εφημερίδα, γράφω τα βιβλία μου, πηγαίνω βόλτα τα σκυλιά μου, χαζεύω βιτρίνες, διαβάζω τους πολύ καλύτερους μου.
Και αγαπώ. Κυρίως αυτό. Αγαπώ τους δικούς μου ανθρώπους, τους φίλους μου, τους γνωστούς που εκτιμώ, τους άγνωστους που το αξίζουν, τα ζωά όλου του κόσμου, την όπερα, το θέατρο, το θερινό το σινεμά, τις πατάτες τηγανητές κρατσανιστές να είναι, τα προφιτερόλ, τα δάση, το τόταλ μπλακ, τα μαλλιά μου κοντά…Και τα γοβάκια μου κόκκινα. Αυτή είμαι κι έτσι περπατώ, στο ίδιο πεζοδρόμιο με αυτούς που επέλεξα και με επέλεξαν. Και σ’ όποιον αρέσει.
Υ.Γ. Για τον δρόμο ο ‘Οροφέρνης’ του Καβάφη σπέσιαλ αφιερωμένο και ελαφρώς παραφρασμένο…
«…κι ανίκανα, και μισοζαλισμένη
κάτι εζήτησε να ραδιουργήσει,
κάτι να κάμει, κάτι να σχεδιάσει,
κι απέτυχεν οικτρά κι εξουδενώθη.»