
Παντελής Θαλασσινός: Η άγνωστη ιστορία πίσω από τη σχέση του με τον Δημήτρη Μητροπάνο
Τις αναμνήσεις του από τις τελευταίες μέρες του Δημήτρη Μητροπάνου, θυμάται ο Παντελής Θαλασσινός με αφορμή τη συλλογή του «12 +1 ηλιοτρόπια». Τα τραγούδια της συλλογής που ο στιχουργός Άλκης Αλκαίος προόριζε για τη φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου πήραν, τελικά τον δρόμο προς την έκδοσή τους, μελοποιημένα από τον Παντελή Θαλασσινό, κι ερμηνευμένα από τον ίδιο, τη Λιζέτα Καλημέρη και τη Φαίδρα Θαλασσινού.
Ο Παντελής Θαλασσινός αφηγείται στον Τηλεθεατή τον τρόπο με τον οποίο προέκυψε η δημιουργία της συλλογής «12 +1 ηλιοτρόπια» και πώς ήρθαν κοντά με τον Δημήτρη Μητροπάνο στις τελευταίες του μέρες.
Πώς ξεκίνησε η ιστορία με τα «12 +1 ηλιοτρόπια» του Αλκή Αλκαίου, που κυκλοφορήσατε πρόσφατα;
«Είναι μεσημέρι της 17ης Απριλίου του 2012. Απ’ το πρωί τα ραδιόφωνα παίζουν Δημήτρη Μητροπάνο και αναγγέλλουν το δυσάρεστο γεγονός! Χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι η Λιζέτα Καλημέρη.
-Παντελή, πρέπει να σε δω. Να συναντηθούμε, να σου δώσω κάτι.
-Τι είναι, Λιζέτα μου;
-Θα καταλάβεις, μου λέει.
Συναντηθήκαμε λοιπόν το βραδάκι στη ‘Συλλαβή” της Κικής και του Φίλιππου, στο Παγκράτι. “Έχω αυτό το φάκελο για σένα. Διάβασε και θα καταλάβεις, γιατί ήθελα ειδικά σήμερα, να σε δω”. Είχε μέσα ένα γράμμα για μένα, απ’ τον Αλκή Αλκαίο, με ημερομηνία 13 Απριλίου, λίγο πριν από το Πάσχα του 2012. Περιείχε δώδεκα εξαιρετικούς λαϊκούς στίχους, αριθμημένους κι αραδιασμένους, με σειρά τη δική του. Τη σειρά την κράτησα ως σήμερα. Ο τίτλος Ί2+ 1 ηλιοτρόπια” και γραμμένα για τη νέα δουλειά του Δημήτρη Μητροπάνου. Πάνω απ’ το +- 1 υπήρχε μια σημείωση, που μου έλεγε: Το + 1 (στο στούντιο για γούρι). Γύρισα στο σπίτι, να πάρω τηλέφωνο τον Αλκή, με την ησυχία μου.
-Αλκή μου, σήμερα πήρα το φάκελο στα χέρια μου. Τι ατυχία! Μας προλαβαίνει η ζωή…
-Είδες καμιά φορά η μοίρα τι παιχνίδια παίζει, Παντελή μου;
-Ναι, Αλκή μου, όταν κάνουμε σχέδια, ο Θεός γελάει…
-Νιώθω ότι τα τραγούδια έμειναν παραπονεμένα, του είπα, γιατί ήταν προορισμένα, να τα βγάλει βόλτα ένας πολύ μεγάλος τραγουδιστής.
Να τα γράψεις τα τραγούδια, Παντελή, και να τα πεις εσύ, μου είπε. Κλείσαμε το τηλέφωνο, κι είμαι σίγουρος πως κι οι δύο νιώθαμε τα ίδια. Τη ματαιότητα και την απουσία να μας ταρακουνούν. Το περαστικό μας παρόν ήταν απαλλαγμένο από κάθε ίχνος φιλοδοξίας και υστεροφημίας. Αρχισα να γράφω τα τραγούδια, ύστερα από λίγες εβδομάδες, παίζοντας του μερικά, απ’το τηλέφωνο. Θυμάμαι τη χαρά του και τα ενθαρρυντικά του σχόλια, που με προέτρεπαν να φτιάξω όλα τα τραγούδια. Του άρεσαν πολύ τα “Βότσαλα”, οι “Σπαθιές στο κύμα”, το “Πανέρι”, Ό δρόμος το γράμμα κι ο ταχυδρόμος”. Του τα έφτιαξα ένα σιντάκι και τα άκουγε τις τελευταίες μέρες της αρρώστιας του και της ζωής του. Τον ξεχωριστό αυτό άνθρωπο δεν τον γνώρισα από κοντά. Κοντά ήρθαμε από τις τηλεφωνικές συζητήσεις μας, μιας και τους τελευταίους μήνες της ζωής του δεν ήθελε να τον δω. Κοντά μας έφεραν τα τραγούδια μας».