«Εμφύλια Επη»: Πάντα ένας εμφύλιος ταλανίζει την Ελλάδα!
ΕΙΔΑΜΕ ΤΗΝ ΠΡΕΜΙΕΡΑ ΤΟΥ ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΣΤΗΝΟΥΜΕ ΑΝΕΠΙΦΥΛΑΚΤΑ
ΟΤΑΝ ΕΜΑΘΑ ότι την καλλιτεχνική διεύθυνση του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ ανέλαβε ο Γιάννης Μαργαρίτης χάρηκα ιδιαίτερα που η πολιτιστική ζωή της Καλαμάτας κέρδισε -έστω και για λίγο, ή όσο διαρκεί μία θητεία τέλος πάντων- ένα τέτοιο μεγάλο κεφάλαιο του ελληνικού θεάτρου.
Της ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ
Ο Γιάννης Μαργαρίτης, σπουδαίος σκηνοθέτης και κυρίως έξυπνος και ευρηματικός, μαιτρ στην κωμωδία αλλά και τη συγκίνηση, δε θα μπορούσε παρά να συστήσει στο θεατρόφιλο -και ας ελπίσουμε όχι μόνο- κοινό της πόλης σπουδαία έργα της παγκόσμιας δραματουργίας, κλασσικά και σύγχρονα, δράματα και κωμωδίες και να μυήσει την τοπική κοινότητα στο αληθινό θέατρο. Το μη ευτελές, το μη τηλεοπτικό, το μη εξυπνακίστικο με όσες προεκτάσεις έχει αυτό.
Φαντάστηκα λοιπόν ότι θα επέλεγε έργα του κλασσικού -πια- ρεπερτορίου και ίσως έργα πιο σύγχρονα, με κλασσικά ή πιο “πειραγμένα” ανεβάσματα. Και όπως μαθαίνω έτσι κι έγινε. Πρώτη του σκηνοθεσία ο “Γυάλινος Κόσμος”, του Τενεσσί Ουίλλιαμς, ένα αγαπημένο έργο κοινού και σκηνοθετών, που λατρεύουν να το πλάθουν με την σκηνοθετική τους μπαγκέτα.
Έσκασα που δεν μπόρεσα να κατέβω στην Καλαμάτα να το παρακολουθήσω και να δω την οπτική του Γιάννη Μαργαρίτη πάνω στο έργο και πώς θα παρουσίαζε τους ήρωες, τί ερμηνεία θα έδινε για τις συμπεριφορές τους και μέσα σε τί κόσμο θα τους έβαζε να ζήσουν μαζί με τον σκηνογράφο. Στην κυριολεξία, έσκασα!
ΤΟ ΕΡΓΟ
Άδραξα την ευκαιρία λοιπόν να συνδυάσω το τερπνόν (τη θεατρική παράσταση!) μετά του ωφελίμου (τον καθαρό αέρα!) όταν έμαθα ότι η δεύτερη παραγωγή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ για φέτος είναι ένα έργο που δεν το είχα ξανακούσει ποτέ!
Για την ακρίβεια δεν ήμουν σίγουρη εάν είναι από τα διαμαντάκια που καμμια φορά σου ξεφεύγουν όσα χρόνια κι αν σπουδάζεις ή ασχολείσαι με το θέατρο (ναι, συμβαίνει καμμια φορά και αυτό!) ή αν επρόκειτο για ένα σύγχρονο έργο, ίσως όχι πολύ παιγμένο. Η επιλογή πάντως του καλλιτεχνικού διευθυντή να το ανεβάσει ήταν σίγουρα η εγγύηση για την πολυέξοδη -πια- κάθοδο στο χωριό!
Πραγματικά λοιπόν, πιο σύγχρονο δε γινόταν! Τα “Εμφύλια Έπη” είναι ένα έργο που γράφτηκε “χθες”! Εμπνευσμένο, όπως είπε ο ίδιος ο συγγραφέας στη “Φ”, από τις διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με τους δανειστές και τη στάση του Γιάνη Βαρουφάκη κατά την πιο κρίσιμη περίοδο, την Άνοιξη και το καλοκαίρι του 2015, οι εξελίξεις των οποίων οδήγησαν στο περίφημο δημοψήφισμα.
Τα “Εμφύλια Έπη” άρχισαν να γράφονται το 2015 μετά το δημοψήφισμα με τη μορφή ποιήματος για τον Αλκιβιάδη, ο ναρκισσισμός του οποίου θύμιζε στον συγγραφέα κάτι από… Γιάνη, και ολοκληρώθηκαν την Άνοιξη του 2017 έπειτα από συζητήσεις και διαρκείς ζυμώσεις με τον σκηνοθέτη της παράστασης.
Το έργο είναι σπονδυλωτό και κινείται σε τέσσερις άξονες με πρωταγωνιστές τέσσερα πρόσωπα που ενεπλάκησαν σε εμφύλιους πολέμους και έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτούς.
Οι πρωταγωνιστές του έργου είναι ο Αλκιβιάδης που έζησε τον 5ο αι. π.Χ., ο Δημήτριος Παλαιολόγος (15ος αι.), ο Οδυσσέας Ανδρούτσος (19ος αι.) και ο Νίκος Ζαχαριάδης (20ος αι.) και μάλιστα η παράσταση ξεκινάει από το “τέλος” προς την “αρχή”, δηλαδή από τον τελευταίο εμφύλιο και προς τα πίσω.
Το τολμηρό -θεατρικά και σκηνοθετικά- εγχείρημα του δίωρου θεατρικού μονολόγου στηρίζει στις πλάτες της η ηθοποιός Χρυσάνθη Δούζη, η οποία ενσαρκώνει και τους τέσσερις πρωταγωνιστές των ζοφερών στιγμών της ιστορίας. Ειδική μνεία στη σπουδαία αυτή ηθοποιό θα γίνει παρακάτω.
Ο σκηνοθέτης της παράστασης και καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ είπε στην “Φ”: “Το έργο ήταν παραγγελία δική μου προς τον συγγραφέα. Όταν ξεκίνησε να γράφει ένα έργο για τον Αλκιβιάδη στη συνέχεια του πρότεινα να γράψει και για άλλους ήρωες και το επεκτείναμε πάνω στη διαχρονία της ιστορίας, το κάναμε δηλαδή πιο διαχρονικό και είχαμε μία πολύ στενή συνεργασία. Υπήρχε μία απόλυτη συνεργασία του συγγραφέα με τον σκηνοθέτη στην συγκεκριμένη περίπτωση”.
“Η γυναίκα αφηγήτρια, μέσα από την οποία προέρχεται η γυναικεία ματιά πάνω στην ιστορία θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο Χορός της αρχαίας τραγωδίας. Είναι το συλλογικό υποσυνείδητο, ή η εθνική συνείδηση ας πούμε με κάποιο τρόπο”. (Σ.σ. Η γυναίκα συνδιαλέγεται με τους ήρωες και πολλές φορές τους απευθύνεται σε δεύτερο ενικό πρόσωπο και σχολιάζει τις πράξεις τους).
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Ο συγγραφέας, Φαίδων Χατζηαντωνίου (αρχιτέκτων, δημοσιογράφος, μεταφραστής, ποιητής), είπε στην “Φ” σχετικά με το πρώτο του θεατρικό έργο: “Πιστεύω πως περνάμε μία πολύ δύσκολη περίοδο τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και αυτό το έργο βγήκε παρακολουθώντας το τί συνέβαινε με τις διαπραγματεύσεις της Ελλάδας όχι μόνο με την τελευταία κυβέρνηση, αλλά με όλη αυτή τη φάση της αποδόμησης”.
“Κατ’ αρχήν μ’ αρέσει πάρα πολύ η ιστορία. Αυτό ήταν ένα κίνητρο περισσότερο για να καταλάβω εγώ τί γίνεται, οπότε ξεκίνησε ένα κείμενο ποιητικό στην αρχή το οποίο φανταζόμουν σαν ένα μονόλογο θεατρικό του Ρίτσου ας πούμε, απ’ την Τέταρτη Διάσταση. Μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ η γυναικεία ματιά γιατί βάζει μια άλλη διάσταση στην ιστορία. Πώς βλέπουν τα πράγματα οι γυναίκες που βρίσκονται δίπλα στους άντρες που είναι τα προβεβλημένα πρόσωπα της ιστορίας”.
“Γενικά στην ιστορία μας έχουμε τέτοια πάνω και κάτω, έχουμε πάρα πολλές τέτοιες στιγμές, εμφύλιους σπαραγμούς που δεν τα βρίσκουμε μεταξύ μας και αυτό ήταν το στοιχείο που μ’ ενδιέφερε να το ψάξω ιστορικά από πού κατάγεται. Ξεκινώντας από τον Αλκιβιάδη και φτάνοντας στον 20ο αιώνα στον εμφύλιο. Πάντα ένας εμφύλιος”.
“Αυτό λοιπόν πήρε τη μορφή θεάτρου. Είμαστε φίλοι με τον Γιάννη (Σ.σ. Μαργαρίτη) και με τη Χρυσάνθη (Σ.σ. Δούζη) και στην πορεία μέσα από συζητήσεις για τα πολιτικά και τις εξελίξεις, μέσα από την αγωνία του “πού πάμε”, “τί κάνουμε”, άρχισε να δημιουργείται η ιδέα”.
“Η ιδέα ήταν του Γιάννη περισσότερο. Μου είπε ότι αυτό το κείμενο που έγραφα θα μπορούσε να γίνει θεατρικό έργο, γιατί είχα ξεκινήσει από τον Αλκιβιάδη. Και γιατί τον Αλκιβιάδη… γιατί έχει τα χαρακτηριστικά κατά τη γνώμη μου του Βαρουφάκη!”
“Όταν παρακολουθούσα λοιπόν τη σκληρή διαπραγμάτευση του Βαρουφάκη, ψάχνοντας να βρω τα πρότυπα, το μυαλό μου πήγαινε στον Αλκιβιάδη γιατί ήταν ένας γοητευτικός άνθρωπος που χάνει τον μπούσουλα από την αλαζονεία του και νομίζει ότι μπορεί να πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα… δεν είναι τόσο εύκολα τα πράγματα”…
“Και προσπαθούσα να βρω και σε άλλες περιόδους αντίστοιχους εμφύλιους. Είναι πάρα πολλές περίοδοι της Ελλάδας που γίνονται τέτοια αλλά νομίζω διαλέξαμε κάποιες εμβληματικές στιγμές γιατί πιάνουμε την αρχαία εποχή, το Βυζάντιο, τη γέννηση του νεοελληνικού κράτους που πάλι χαρακτηρίζεται από έναν εμφύλιο που κόντεψε να τα τινάξει όλα στον αέρα μέχρι και τον τελευταίο εμφύλιο που έζησαν οι παππούδες μας και οι πατεράδες μας”.
“Στην πορεία σκέφτηκα ότι θα ήταν πιο ενδιαφέρον, πιο διδακτικό εντός εισαγωγικών ας πούμε να ξεκινήσει ανάποδα η ιστορία και να συνδεθεί μ’ αυτό το παράνομο ραδιόφωνο του ΚΚΕ του οποίου τα περισσότερα κείμενα είναι του Ζαχαριάδη”.
“Έτσι ξετυλίγεται το νήμα και βλέπεις ότι η ιστορία των εμφυλίων πάει πάρα πολύ βαθιά πίσω στο παρελθόν. Και όχι μόνο στην ελληνική ιστορία. Φτάνει στον εμφύλιο του Κάϊν και του Άβελ, δηλαδή το έχουμε στο DNA μας αυτό. Αυτό πιστεύω πως αν δεν το αναγνωρίσουμε δεν μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε”.
“Υπάρχει δηλαδή και μια διδακτική διάσταση. Βέβαια ο καθένας από εκεί και πέρα πρέπει να το ψάξει και μόνος του. Μια παράσταση ή σε κερδίζει ή δε σε κερδίζει, μπορεί να σ’ αρέσει ή να μη σ’ αρέσει αλλά νομίζω πως είναι μια πάρα πολύ καλή στιγμή για το θέατρο η συμμετοχή της Χρυσάνθης Δούζη. Νομίζω πως είναι καταπληκτική όπως και ο Γιάννης Μαργαρίτης. Υποκλίνομαι”.
“Δε φανταζόμουν ότι θα μπορούσε να βγει αυτό το αποτέλεσμα. Και βέβαια είναι καταπληκτική και η μουσική του Οικονομάκη (Σ.σ. Δημήτρης Οικονομάκης, που έγραψε τη μουσική της παράστασης) και ο μουσικός επί σκηνής που είναι Καλαματιανός (Σ.σ. Δημήτρης Μπακέας) και όλη η ομάδα που δούλεψε”.
“Προσωπικά χαίρομαι πάρα πολύ για το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Καλαμάτας στην οποία ερχόμουν όταν ήμουν υπάλληλος του υπουργείου Πολιτισμού μετά τους σεισμούς για τα μνημεία της περιοχής και χαίρομαι πολύ που μετά από 30 χρόνια είναι μια άλλη πόλη, υπέροχη”.
ΠΑΜΕ ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ
Έφτασα στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ κατά το σύνηθες ελαφρώς αργοπορημένη. Η καθυστέρηση της έναρξης κατά μισή ώρα ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόμουν για να συγκεντρωθώ και να απορροφήσω τη βαβούρα των θεατών του μισογεμάτου (ή μισοάδειου, ανάλογα με τον πεσιμισμό του καθενός) θεάτρου.
Δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω την υγρασία και το ξεφλούδισμα των τοίχων της αίθουσας του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ που μόνο για θεατρική αίθουσα δεν κάνει. Οι μαύροι τοίχοι σε άλλα σημεία έχουν γίνει γκρι κι έχουν φουσκώσει, σε άλλα είναι άσπροι από το ξεφλούδισμα… “μα καλά”, σκέφτηκα, “πέντε – έξι θεατρόφιλοι να μαζευτούμε με ταβανόβουρτσες θα γίνει κούκλα το θεατράκι”.
Και μόλις σκέφτηκα τις ταβανόβουρτσες συνειρμικά που ήρθε στο μυαλό η εκδρομή του ΠΑΜΕ στη μεσσηνιακή πρωτεύουσα. Ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι σχεδόν όλοι -εάν όχι όλοι- οι σύντροφοι, αφού μπούκαραν στο Μέγαρο Χορού προχθές και σκόρπισαν λίγη τεστοστερόνη στον μεσσηνιακό αέρα και αφού έκλεισαν για λίγα λεπτά τον δρόμο έξω από γνωστό ξενοδοχείο της Ναυαρίνου με το λάβαρο στο ένα χέρι και ένα σουβλάκι στο άλλο, θα έσπευδαν το βράδυ για λίγο θέαμα με πολιτική ματιά.
Αμ δε! Τζάμπα αγχώθηκα εάν θα έβλεπα τη σκηνή σε περίπτωση που οι σύντροφοι προσέρχονταν στο θέατρο με τις σημαίες τους σε ανάταση. (Εννοώ φυσικά τις σημαίες τους. Εκείνες τις λευκές που γράφουν ΠΑΜΕ. Ή είναι κόκκινες; Νομίζω εκείνες που εκτοξεύθησαν στο Μέγαρο ήταν λευκές αλλά μπορεί και να με απατά η μνήμη μου!).
Συνειρμικά πάλι εντύπωση μου έκανε και η λαμπερή απουσία πολλών εκπροσώπων του τοπικού πολιτικού κόσμου. Ούτε οι εκλογές πια δεν είναι ικανές να κουβαλήσουν κάποιον στο θέατρο αν δεν το θέλει.
Αυτή τη μισή ώρα πάντως που περίμενα να ξεκινήσει η παράσταση είχα τον νου μου στις γωνίες του θεάτρου. Περίμενα να δω από ποιά γωνιά θα πεταχτεί η Μελίνα μ’ εκείνη τη μπεζ καμπαρντίνα (νομίζω τώρα το λένε trench!) και το μπουκέτο λουλούδια στο ένα χέρι (όπως στη φωτογραφία στο μετρό της Ακρόπολης που χαιρετάει) και το ψαλίδι στο άλλο για να κόψει την κορδέλα για την ίδρυση των ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. κι από πίσω να ακολουθεί ασθμαίνοντας ο Αντρέας με ζιβάγκο και με τη σύζυγο με το ηδυπαθές χαμόγελο από δίπλα αλά μπρατσέτα.
Τελικά κανείς δεν ξεπετάχτηκε από καμμία γωνία κι έτσι μείναμε οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι νεκροί δικαιώθηκαν γι’ ακόμα μία φορά. Η αίθουσα πάντως μυρίζει ’80τίλα και η ακουστική είναι διαχρονικά κακή από κατασκευής του, γι’ αυτό και το χειλόφωνο ήταν όχι απλά απαραίτητο, ήταν μάλλον βάλσαμο στη βουή των κλιματιστικών – ντουλάπα που σου παίρνουν τ’ αυτιά αν κάτσεις δίπλα τους και τη μία βγάζουν θερμό αέρα, την άλλη σχεδόν δροσερό.
Ωστόσο και υπό αυτές τις συνθήκες (και πολύ χειρότερες ακόμα) γίνεται θέατρο που σε κάνει ν’ ανατριχιάζεις και ξυπνάει τον κοιμισμένο (από την πολλή τηλεόραση) εγκέφαλο.
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Ήμουν πολύ περίεργη να δω πώς μία ηθοποιός θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σε έναν μονόλογο τόσο αβανταδόρικο όσο και εξαιρετικά δύσκολο. Η Χρυσάνθη Δούζη κλήθηκε να ενσαρκώσει Ζαχαριάδη, Ανδρούτσο, Παλαιολόγο και Αλκιβιάδη, (ε, δεν είναι και απλό πράγμα για έναν ηθοποιό όσο εκπαιδευμένος και να είναι), ενώ βάζοντας και βγάζοντας τα “καπέλα” των ηρώων αυτών έπαιρνε και τον ρόλο του κριτικού παρατηρητή, του Χορού, όπως μας περιέγραψαν και οι συντελεστές της παράστασης.
Η Χρυσάνθη Δούζη, με τις σκηνοθετικές οδηγίες του Γιάννη Μαργαρίτη, όχι απλώς κατάφερε να “γίνει” Ζαχαριάδης, Ανδρούτσος, Παλαιολόγος και Αλκιβιάδης, αλλά κράτησε στις πλάτες της έναν δίωρο μονόλογο χωρίς να κουράσει καθόλου τους θεατές που δεν κουνήθηκαν, δεν ψιθύρισαν, δεν άνοιξαν την οθόνη του τεράστιου κινητού τους φωταγωγώντας όλο το θέατρο όπως γίνεται πια στις μέρες μας στη μέση της παράστασης. Δεν έφαγαν ούτε καν μια καραμέλα. Ήταν μαγικό!
Η ερμηνεία της Χρυσάνθης Δούζη όταν ενσάρκωνε τους ήρωες ήταν ανατριχιαστική. Δεν ήξερες αν έβλεπες ανθρώπινο ον να παίρνει άλλη μορφή και λαλιά ή αν επρόκειτο για δαιμόνιο. Η Χρυσάνθη Δούζη είχε “duende”, τη λέξη που πρόφερε ο Λόρκα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και ακόμα κοπανιόμαστε να μεταφράσουμε.
Η ερμηνεία της λοιπόν είχε πάθος, είχε ένταση, είχε δαιμόνιο, είχε έμπνευση, είχε ουσία. Ήταν μάλλον η πρώτη φορά για μένα που ένιωσα ν’ ανατριχιάζω για τόση πολλή ώρα από μία ερμηνεία.
Με το έξυπνο εύρημα της ανακοίνωσης του θανάτου των τεσσάρων πρωταγωνιστών της ιστορίας από τον παράνομο ραδιοσταθμό “Ελεύθερη Ελλάδα” και την προπαγανδιστική εκπομπή “Το Φροντιστήριο του Αγωνιστή” του Νίκου Ζαχαριάδη, ενώνονταν οι τέσσερις ιστορίες με αφετηρία τον 20ο αιώνα.
Λεπτή πινελιά ήταν το χιούμορ του σκηνοθέτη στον τρόπο εκφοράς του λόγου της εκφωνήτριας του σταθμού. Η Χρυσάνθη Δούζη με κατέπληξε με τις φωνητικές της δυνατότητες. Ερμήνευσε εκπληκτικά τα τραγούδια της παράστασης με τη βαθιά φωνή της και άλλαζε ποιότητες και χροιά φωνής στο δευτερόλεπτο, σε σημείο που δεν καταλάβαινες πια αν παίζει ένας άνθρωπος πάνω στη σκηνή ή πολλοί.
Εξαιρετική ήταν και η παρουσία του Δημήτρη Μπακέα που έδενε αρμονικά πάνω στη σκηνή με την ηθοποιό, το σκηνικό και τα βίντεο της Χρυσούλας Κοροβέση και του Μάριου Γαμπιεράκη που συμπλήρωναν έξυπνα το σκηνικό και συνόδευαν την ηθοποιό.
Ο Δημήτρης Μπακέας ερμήνευσε τις μουσικές συνθέσεις του Δημήτρη Οικονομάκη που κρατούσαν τον θεατή σε εγγρήγορση μαζί με την ερμηνεία της ηθοποιού. Εντυπωσιακό ήταν ότι έπαιξε διάφορα πνευστά και κρουστά όργανα και κατάφερνε να είναι σημαντικό στέλεχος της παράστασης πάνω στη σκηνή αλλά και πολύ διακριτικός ώστε να μην αποσπά την προσοχή όταν δεν χρειαζόταν.
Δε θα μπορούσε κανείς βέβαια να μην θαυμάσει τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, μιας από τους καλύτερους -κατά την ταπεινή μου γνώμη- σκηνογράφους του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Θαυμάζω πάντα τις σκηνογραφίες της και στη συγκεκριμένη περίπτωση στα “Εμφύλια Έπη” μεγαλούργησε και πάλι, με πενιχρά -υποψιάζομαι- οικονομικά μέσα.
Το σκηνικό ήταν απρόσμενα πλούσιο, κι ενώ περίμενα σχεδόν μια άδεια σκηνή μ’ έναν μουσικό και μια ηθοποιό, η σκηνογραφία με εξέπληξε. Στοίβες εφημερίδων (η καταγεγραμμένη “μνήμη”), ένα όμορφο τραπέζι, μερικά ψήγματα ρούχων των πρωταγωνιστών, ένα καπέλο, ένα φέσι, μια καμπαρντίνα, μια φουστανέλλα, μια περικεφαλαία, ένας μανδύας, ό,τι χρειάζεται για να μεταμορφωθεί ένας ηθοποιός. Αν και η συγκεκριμένη ηθοποιός δε θα χρειαζόταν ούτε αυτά.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΤΕ ΤΑ «ΕΜΦΥΛΙΑ ΕΠΗ»
Έφυγα από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ με πολύ μεγάλη χαρά. Θεωρώ τεράστια την καθυστέρηση τόσων χρόνων από την ανάθεση των ηνίων του σε έναν καλλιτεχνικό διευθυντή με όραμα. Ας ελπίσουμε ότι θα γίνει ξανά μια νέα αρχή παίδευσης του κοινού στο καλό θέατρο. Αυτό βέβαια διαχρονικά στην πόλη μας σημαίνει μισογεμάτη αίθουσα (ή μισοάδεια κατ’ άλλους), αλλά όλα είναι θέμα απόφασης.
Θέλουμε γεμάτο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ ταΐζοντας το κοινό πίτουρα ή μισογεμάτο προσφέροντας χαβιάρι;
Θα ήταν κρίμα να χάσει κάποιος αυτή την παράσταση. Ασφαλώς, βέβαια, ποτέ κανείς δεν έφαγε… χαβιάρι με το ζόρι!
Υ.Γ. Όσοι παρακολουθήσετε την παράσταση μην παραλείψετε να προμηθευτείτε το πρόγραμμα της παράστασης για περαιτέρω μελέτη με τα ενδιαφέροντα κείμενα σε επιμέλεια του Φαίδωνα Χατζηαντωνίου. Και πάλι συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές. Ήταν όντως μια ευτυχής συγκυρία συνάντησης κορυφαίων συντελεστών.