1 στις 5 γυναίκες πέφτει θύμα βίας

Γράφει η Ξένια Τούρκη

«Θα ήθελα να μπορώ να ξεχάσω. Είναι όμως κάτι που το κουβαλώ για πάντα και με έχει στιγματίσει». Μια πικρή παραδοχή σχεδόν όλων όσων έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής κακοποίησης. Και τα οποία δυστυχώς είναι πάρα πολλά. Τα στοιχεία οργανισμών όπως ο ΟΗΕ, μιλούν από μόνα τους και παρουσιάζουν μια παγκόσμια μάστιγα, ανάλογη του καρκίνου και των τροχαίων ατυχημάτων.

Σύμφωνα με τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA) τις περισσότερες φορές η βία δεν καταγγέλλεται. Παρόλα αυτά όπως έχει δείξει η τελευταία πανευρωπαϊκή έρευνα του Οργανισμού μία στις 10 γυναίκες έχει υποστεί κάποια μορφή βίας από την ηλικία των 15 ετών και άνω, ενώ μία στις 20 έχει πέσει θύμα βιασμού. Μία στις πέντε γυναίκες έχει υποστεί σωματική και σεξουαλική βία από τον σύντροφό της, και μία στις 10 γυναίκες δηλώνει ότι βίωσε κάποια μορφή σεξουαλικής βίας από ενήλικα πριν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας της. Εκτιμάται, ότι μέσα σε ένα χρόνο, πάνω από 16.700.000 γυναίκες υπέστησαν σωματική βία ή σεξουαλική κακοποίηση στην ΕΕ.

Το σπίτι δε, είναι το πιο επικίνδυνο μέρος για μια γυναίκα, σύμφωνα με μελέτη των Ηνωμένων Εθνών που αποκαλύπτει πως ο αριθμός των γυναικών που σκοτώθηκαν από τον σύντροφό τους ή ένα συγγενή τους αυξάνεται παγκοσμίως. Περίπου 50.000 γυναίκες δολοφονήθηκαν σε όλο τον κόσμο τη χρονιά που μας πέρασε, δηλαδή 137 την ημέρα ή έξι την ώρα. Πολλές δολοφονήθηκαν από τους συντρόφους τους που τις κακοποιούσαν. ενώ άλλες είναι θύματα των λεγόμενων εγκλημάτων τιμής. «Ενώ η τεράστια πλειονότητα των θυμάτων ανθρωποκτονιών είναι άντρες, οι γυναίκες εξακολουθούν να πληρώνουν το υψηλότερο τίμημα ως αποτέλεσμα της ανισότητας των φύλων, των διακρίσεων και των αρνητικών στερεοτύπων», κατέδειξε ο εκτελεστικός διευθυντής του Παγκόσμιου Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (UNODC).

Το κίνημα #MeToo με όλες τις υπερβολές του προκάλεσε τεράστιες συζητήσεις για το θέμα της παρενόχλησης και της κακοποίησης. Η βία είτε από κάποιο μέλος του οικογενειακού περιβάλλοντος είτε από κάποιο μη οικείο άτομο, μπορεί να λάβει διαφορετικές μορφές και να εκδηλωθεί με τρόπους που δεν είναι πάντα εύκολα αναγνωρίσιμοι, ούτε και από τα ίδια τα θύματα, ειδικά αν είναι νεαρής ηλικίας. Η σιωπή που περιβάλλει την κακοποίηση σωματική, σεξουαλική και ψυχολογική πρέπει να σπάσει. Είναι πολλά τα θύματα που κρατούν το στόμα τους κλειστό παρά τα όσα έχουν περάσει. Δεν τολμούν να μιλήσουν για όσα βίωσαν πόσο μάλλον να προχωρήσουν σε καταγγελία. Σύμφωνα με στοιχεία μόλις 14% των γυναικών φτάνουν μέχρι την αστυνομία για να καταγγείλουν αυτόν που τους κακοποίησε. 

Μέχρι και πριν από μερικά χρόνια, υπήρχε η αντίληψη ότι οι κακοποιημένες γυναίκες προέρχονται από χαμηλό κοινωνικό- οικονομικό περιβάλλον. Ωστόσο, η πρόσφατη διεθνής εμπειρία και έρευνα ανατρέπουν αυτή την άποψη και στο πρόσωπο των κακοποιημένων γυναικών βλέπουν την οποιαδήποτε γυναίκα, τη γυναίκα της διπλανής πόρτας. Μπορεί να είναι πλούσια ή φτωχή, άνεργη ή επιτυχημένη επαγγελματίας, νέα ή ηλικιωμένη, μορφωμένη ή αγράμματη, ανεξάρτητα από την κοινωνική θέση, την οικονομική κατάσταση, το μορφωτικό επίπεδο, τη φυλή, την εθνικότητα ή το χρώμα. Η βία δεν έχει κοινωνικά, οικονομικά, ταξικά όρια. Συμβαίνει παντού και οι μορφές της ποικίλουν. Γυναίκες δυναμικές, ανεξάρτητες, εύπορες, όμορφες, έξυπνες, γυναίκες που εξαρτώνται οικονομικά και συνασθηματικά από τον «δήμιο». Όλες τους μπορούν να είναι θύματα.

«Το μόνο που θέλω είναι να ξεχάσω»

Μαρτυρία από θύμα βίας που δεν θέλει να κατονομαστεί:

«Την πρώτη φορά που με παρενόχλησαν πρέπει να ήμουν γύρω στα δέκα. Κάποια αγόρια είχαν μαζευτεί δίπλα μου και άρχισαν να με ακουμπούν και να με ενοχλούν. Όταν ζήτησα βοήθεια, ο πατέρας μου με άρπαξε και μου έδωσε ένα χαστούκι θεωρώντας πως ήταν δικό μου το φταίξιμο. Μεγαλώνοντας δέχτηκα παρενόχληση αρκετές φορές. Ποια γυναίκα άλλωστε δεν βρέθηκε σε αυτή τη θέση. Μαθαίνουμε να μην μιλάμε. Και ακριβώς αυτό έκανα όταν με κακοποίησαν σεξουαλικά. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες. Όχι μόνο γιατί πέρασε καιρός, αλλά γιατί θέλω να ξεχάσω.

Προσπάθησα να αντισταθώ αλλά ήταν μάταιο. Ό,τι και να έκανα δεν μπορούσα να ξεφύγω. Έκλεισα τα μάτια και παρακαλούσα το μαρτύριο να τελειώσει. Δεν κράτησε πολύ αλλά το μόνο που ήθελα ήταν να τελειώσει. Και όταν τέλειωσε πήγα σπίτι μου, κακοποιημένη, χτυπημένη, διαλυμένη, μπήκα στο μπάνιο και άρχισα να κλαίω. Ένιωθα λερωμένη. Πολύ λερωμένη. Έκλαιγα για ώρες. Σε πολλές ταινίες βλέπεις αυτή τη σκηνή. Είναι ίσως γιατί πιστεύουμε πως με το νερό θα μπορέσουμε να αφαιρέσουμε και ό,τι έγινε. Θα πετάξουμε ό,τι έγινε από πάνω μας. Θυμάμαι πως πονούσα πολύ και την ίδια στιγμή με κυρίευσε ο φόβος για τυχόν εγκυμοσύνη. Δεν κατάγγειλα ποτέ το γεγονός και σε ελάχιστους έχω μιλήσει για ό,τι έγινε. Λίγοι καταγγέλλουν, αυτό είναι αλήθεια. Υπάρχει φόβος γιατί πάντα ρίχνουν ευθύνες στα θύματα. Δεν ήθελα να βάλω την οικογένειά μου σε αυτή τη διαδικασία. Θα βρεθεί μια δικαιολογία για τον βιαστή και καμία συμπάθεια για το θύμα. Είναι μια στιγμή που αλλάζουν τα πάντα. Ό,τι και να κάνεις θα είναι πάντα εκεί. Σε ακολουθεί».

Τα τελευταία χρόνια η σιωπή γύρω από την κακοποίηση έχει αρχίσει να σπάζει. Αν και βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή, ευτυχώς βλέπουμε πως όλο και περισσότεροι άνθρωποι δραστηριοποιούνται γύρω από αυτό το θέμα. Ακριβώς αυτή είναι και η δράση του Social Policy and Action Organisation (Οργανισμός Κοινωνικής και Πολιτικής Δράσης) μιας ομάδας που αποτελείται από εθελοντές και που σκοπός της είναι η ενίσχυση της ποιότητας της ζωής των πολιτών, ειδικά εκείνων που έχουν λιγότερες ευκαιρίες. Ο Οργανισμός ιδρύθηκε το 2014 από την νυν διευθύντρια και πρόεδρο του Συμβουλίου, Ιφιγένεια Κάτση, η οποία μιλώντας στον «Φιλελεύθερο» τόνισε πως κανένας άνθρωπος σε καμία περίπτωση της ζωής του δεν πρέπει να αισθάνεται πως παλεύει μόνος, σε οποιαδήποτε κατάσταση και αν βρίσκεται. 

Ο Οργανισμός Κοινωνικής και Πολιτικής Δράσης ρίχνει μεγάλο βάρος στα θέματα βίας. Με ανοίγματα στην κοινωνία και πάμπολα προγράμματα, επιδιώκει, όχι μόνο να ευαισθητοποιήσει μικρούς και μεγάλους γύρω από αυτό το τόσο σοβαρό θέμα, αλλά κυρίως θέλει να δημιουργηθούν οι συνθήκες, ώστε να μην σημειώνονται καν περιστατικά κακοποίησης, δίνοντας έμφαση στα μέτρα πρωτογενούς πρόληψης. Όπως ανάφερε η Ιφιγένεια Κάτση, η πρόληψη είναι το παν και μεγάλο μέρος των προσπαθειών μας θα πρέπει να ρίχνεται σε αυτήν, προκειμένου να είμαστε μπροστά από τα γεγονότα αντί να τρέχουμε πίσω τους. 

Αυτό το διάστημα ο Οργανισμός τρέχει ένα μεγάλο project, το React and Prevent του οποίου πρωταρχικός του στόχος είναι η ευαισθητοποίηση του κοινού, η ενημέρωσή του και η πρόληψη κατά της σεξουαλικής βίας. Ταυτόχρονα στοχεύει στην ανάπτυξη και παροχή καινοτόμων ολοκληρωμένων εργαλείων και μεθόδων, αποκλειστικά για ΜΚΟ, για επιτυχή και αποτελεσματική υιοθέτηση, σχεδιασμό και εφαρμογή πολιτικών πρόληψης, στρατηγικών, προγραμμάτων και πρακτικών από εθελοντικούς οργανισμούς, με στόχο την καταπολέμηση της σεξουαλικής βίας κατά παιδιών, εφήβων και νέων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο διοργανώνονται εργαστήρια για παιδιά, με στόχο μέσα από αυτά να αναπτύξουν τις ικανότητές του και να ενδυναμωθούν κοινωνικά, ώστε να είναι σε θέση να προστατέψουν τον εαυτό τους όσο το δυνατόν καλύτερα. Η Ιφιγένεια Κάτση πιστεύει πως η εμπλοκή των παιδιών σε εθελοντικά προγράμματα είναι πολύ σημαντική γιατί με αυτό τον τρόπο ενδυναμώνονται κοινωνικά αλλά και ψυχολογικά και μαθαίνουν να δρουν συλλογικά.

Παράλληλα, ο Social Policy and Action Organization προσπαθεί να στηρίξει τα θύματα βίας και κακοποίησης, στο μέτρο των δυνατοτήτων του φυσικά. Οι γυναίκες που αναζητούν βοήθεια από τον Οργανισμό θα βρουν συμπαράσταση και μέσα από τα προγράμματα του, θα έχουν βοήθεια για το πώς θα διαχειριστούν τα τραύματά τους. Όμως, όπως ανάφερε η διευθύντρια, τα θύματα χρειάζονται εξειδικευμένη φροντίδα και καθοδήγηση και η συμβουλή της είναι πως σε τέτοιες περιπτώσεις καλό είναι να αναλαμβάνουν δράση αυτοί που πραγματικά ξέρουν, δηλαδή ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, άνθρωποι που έχουν εκπαιδευτεί πώς να αντιμετωπίζουν σωστά τα θύματα βίας, ώστε πραγματικά να προσφέρουν και όχι να προκαλούν ζημιά.

«Γιατί δεν κατάγγειλα ποτέ μου»

Έπρεπε να ζήσει, κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που επέλεξε τη σιωπή. Η Μίλι Αβιτάλ είναι Ισραηλινή ηθοποιός και σκηνοθέτης που εργάζεται στη Νέα Υόρκη και λέει για την τραυματική  εμπειρία της:

«Γιατί δεν πήγα ποτέ στην Αστυνομία να καταγγείλω τι έγινε; Γιατί ποτέ δεν πίστεψα πως τα άσχημα πράγματα που συνήθως συμβαίνουν σε κακόφημες γειτονιές, μπορούσαν να συμβούν και σε μένα. Πώς μπορούσα να παραπονεθώ όταν δεν μου επιτέθηκε ένας άγνωστος σε ένα σκοτεινό σοκάκι, αλλά κάποιος που ήξερα καλά; Τι θα μπορούσα να πω όταν μια οικεία στιγμή μετατράπηκε από κάτι αθώο σε κάτι τόσο άσχημο; Δεν το κατάγγειλα επειδή μεγάλωσα μαθαίνοντας πώς να είμαι καλός, άνθρωπος, πώς να βάζω τα συναισθήματα των άλλων πάνω από τα δικά μου. Αν έλεγα το παραμικρό θα σήμαινε πως θα αναστάτωνα ανθρώπους που αγαπώ και που με αγαπούσαν.

Δεν το κατάγγειλα επειδή θα έπρεπε να ζήσω ξανά τι έγινε, όταν το μόνο που ήθελα ήταν να ξεχάσω. Το να καταγγείλω σήμαινε πως θα έπρεπε να αντιμετωπίσω ξανά αυτόν που μου επιτέθηκε. Πώς θα μπορούσα να το κάνω, όταν κουβαλούσα τον τρόμο και τις τύψεις για ό,τι έγινε. Και τέλος, δεν κατάγγειλα γιατί η μόνη μου έγνοια ήταν πώς να επουλώσω τις πληγές μου και να επιβιώσω. Ακόμη και σήμερα που κατάφερα να αντιμετωπίσω τι έγινε, το μόνο που θέλω είναι να ξεχάσω.

Όταν ήμουν έφηβη, κάλεσα μια γραμμή βοήθειας για τα θύματα σεξουαλικής βίας, λίγο καιρό μετά τον βιασμό. Ήθελα να μιλήσω με κάποιον όχι να υποβάλω παράπονο. Ήθελα να πεθάνω. Και όταν η κοπέλα στην άλλη άκρη της γραμμής με ρώτησε για ποιο λόγο ήθελα να μην υπάρχω, της απάντησα πως ήθελα να ξεχάσω τον φόβο, να σταματήσω τους εφιάλτες και να σβήσω τις τύψεις που ένιωθα».

πηγή

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ