Από την Γεωργία Τσιντζα

Νεκρός βρέθηκε το πρωί της Τρίτης 12 Φεβρουαρίου ο Θεόφιλος Σεχίδης, ο άνθρωπος που συντάραξε την κοινή γνώμη και χαρακτηρίστηκε από τα Μέσα ως ο «γιος του Φρανγκεστάιν» αφού δολοφόνησε τους γονείς, την αδερφή, τη γιαγιά και το θείο του με τον πιο αποτρόπαιο τρόπο.

Το χρονικό

Ήταν Μάϊος του 1996 όταν ο 24χρονος τότε, φοιτητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο Κομοτηνής, Θεόφιλος Σεχίδης διέπραξε ένα από τα πιο φρικιαστικά εγκλήματα που συνέβησαν ποτέ στην ελληνική κοινωνία. Η αποτρόπαια πράξη του, ήρθε στο φως της δημοσιότητας τρεις μήνες μετά, τον Ιούνιο του 1996. Αφορμή για να ξεκινήσουν οι έρευνες που οδήγησαν στην αποκάλυψη του εγκλήματος στάθηκε η καταγγελία για εξαφάνιση των 5 θυμάτων.

Η καταγγελία έγινε από τη σύζυγο του θείου – ενός εκ των θυμάτων – του δράστη στις βέλγικες αρχές. Η γυναίκα κατήγγειλε πως έχει χάσει εντελώς τα ίχνη του συζύγου της Βασίλη, αλλά και όλης της υπόλοιπης οικογένειας του Θεόφιλου (τους δυο γονείς, τη γιαγιά και την αδερφή του) ενώ σε κάθε απόπειρά της να επικοινωνήσει μαζί τους τηλεφωνικά απάνταγε πάντα ο ίδιος ο Θεόφιλος λέγοντας πως όλοι οι υπόλοιποι λείπουν στο εξωτερικό.

Τότε οι βέλγικες αρχές δεν κατάφεραν να βρουν επαρκή στοιχεία και οι έρευνες σταμάτησαν εκεί. Η σύζυγος του θείου του όμως αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της για αυτό και ταξίδεψε στην Φλώρινα προκειμένου να μάθει τι είχε συμβεί στην οικογένεια. Στις 3 Αυγούστου, στην Φλώρινα έφτασε και ο δράστης που προσπάθησε να θολώσει τα νερά δείχνοντας ανήσυχος για την εξαφάνιση της οικογένειάς του.

Η Ελένη Σεχίδη ωστόσο, γρήγορα αντιλήφθηκε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τον ανιψιό της αφού η συμπεριφορά του έδειχνε να είναι εντελώς αλλοπρόσαλλη.

Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 21 Ιουλίου, σε έρευνα που είχε κάνει η αστυνομία στο αυτοκίνητο του Θεόφιλου στην Καβάλα, είχε βρει μια κοντόκανη καραμπίνα, ένα κυνηγετικό όπλο και φυσίγγια, ωστόσο τότε αφέθηκε ελεύθερος λόγω του λευκού ποινικού του μητρώου. Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε δεκάμηνη φυλάκιση και πρόστιμο 700.000 δρχ., με τριετή αναστολή.

Η καταδίκη, η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του, οι μη πειστικές απαντήσεις που έδινε στις Αρχές και οι αντιφάσεις που έπεφτε σε κάθε του ανάκριση έντειναν τις υποψίες γύρω από το πρόσωπό του. Αποτέλεσμα αυτού  ήταν ο Θεόφιλος Σεχίδης να συληφθεί στις 8 Αυγούστου από την Ασφάλεια Θεσσαλονίκης ως ο βασικός ύποπτος για της δολοφονία του θείου, του πατέρα, της μητέρας, της γιαγιάς και της αδερφής του.

Η ομολογία

Έπειτα από πολύωρη ανάκριση, ο τότε 24χρονος, ομολόγησε τις αποτρόπαιες πράξεις του. «Ήταν άρρωστοι και ήθελα να τους λυτρώσω» δήλωσε, αρχικά, στους εμβρόντητους αξιωματικούς της αστυνομίας και αργότερα πρόσθεσε: «Ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση και πρόλαβα να τους σκοτώσω πρώτος. Υπήρχε συνωμοσία σε βάρος μου. Βρισκόμουν εν αμύνη. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δεν μου έλεγαν την αλήθεια. Τους ξέκανα για να μην με ξεκάνουν» ήταν μερικά από τα λόγια του.

Το χρονικό των φόνων

Ο πρώτος φόνος έγινε το πρωί της 19ης Μαΐου, στην περιοχή της αρχαίας Ακρόπολης της Θάσου στην περιοχή του Λιμένα. Ο Θεόφιλος Σεχίδης πήγε εκεί με τον θείο του Βασίλη για να συζητήσουν. Η συζήτηση γρήγορα έγινε έντονη και οι δύο άντρες άρχισαν να τσακώνονται. «Προσπάθησε να με χτυπήσει με ένα μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό, από ύψος 10 μέτρων. Κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί. Και για να μη βασανίζεται άλλο, του έκοψα με το μαχαίρι το κεφάλι», υποστήριξε ο Σεχίδης. Στη συνέχεια είπε πως έκρυψε το πτώμα σε κάτι θάμνους.

Στη συνέχεια έφυγε, αγόρασε ένα καινούριο πουκάμισο και ένα μονόκαννο κυνηγετικό όπλο και πήγε σπίτι να περιμένει την υπόλοιπη οικογένεια. Στις 19:30 της ίδιας μέρας μπήκε στο σπίτι ο πατέρας του Θεόφιλου, ο Δημήτρης που έμελλε να είναι και το δεύτερο θύμα του. «Ο πατέρας μου είχε ένα μαχαίρι, φοβήθηκα», είπε. «Μόλις γύρισε για να πάει στην τουαλέτα, τον πυροβόλησα και έπεσε νεκρός. Μετά του έκοψα την καρωτίδα μ’ ένα μαχαίρι».

Λίγο μετά, μπήκε στο σπίτι και η μητέρα του Μαρία. «Κρατούσε κι αυτή μαχαίρι. Της άρπαξα το χέρι, την αφόπλισα και της έκοψα τον λαιμό με το μαχαίρι», ισχυρίστηκε ο Σεχίδης, αλλά ο ιατροδικαστής διαπίστωσε ότι είχε κι αυτή πυροβοληθεί στο κεφάλι. Ακολούθησε η αδελφή του Έμμυ (είχε διαγνωστεί με σχιζοφρένεια όπως και η μητέρα του), που είχε ακούσει την φασαρία, μπήκε στο σαλόνι, κρατώντας ένα τασάκι για να αμυνθεί. Ο Σεχίδης υποστήριξε πως κρατούσε και αυτή μαχαίρι. «Μου όρμησε και τη σκότωσα με τον ίδιο τρόπο» συμπλήρωσε στην κατάθεσή του.

Ο Θεόφιλος μετέφερε τα πτώματα στο υπνοδωμάτιο, σκούπισε τα αίματα και έπεσε για ύπνο σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Την επόμενη μέρα έφτασε στο σπίτι η γιαγιά του που ήταν και το τελευταίο θύμα του. Υποστήριξε και για αυτή- όπως είχε κάνει και για τους υπόλοιπους-  ότι κινήθηκε εναντίον του, οπότε την ακινητοποίησε και της έκοψε το λαιμό. Αμέσως μετά τεμάχισε τα πτώματα ακούγοντας Τσαϊκόφσκι και τα τοποθέτησε σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Παράλληλα έκοψε τα κρανία με σιδεροπρίονο και αφαίρεσε τους εγκεφάλους των θυμάτων, τους τοποθέτησε σε πιάτο και τους έβαλε στο ψυγείο, με σκοπό να τους μελετήσει και μετά να τους φάει για να τους τιμωρήσει.

Η δίκη

Η δίκη για την υπόθεση του Σεχίδη διεξήχθη στις 20 Ιουνίου 1997 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας. Καταδικάστηκε  σε πέντε φορές ισόβια για  κατά συρροή ανθρωποκτονίες και σε ποινή φυλάκισης 7,5 ετών για οπλοχρησία, οπλοκατοχή, οπλοφορία και για περιύβριση νεκρού.

Δύο μέρες μετά μεταφέρθηκε στις Δικαστικές Φυλακές Κομοτηνής, όπου για προληπτικούς λόγους τοποθετήθηκε στην απομόνωση ενώ το μόνο που ζήτησε από τους αστυνομικούς ήταν να του επιτρέψουν να ακούει Μπαχ ή να διαβάζει βιβλία.

Λίγους μήνες μετά, το Σεπτέμβρη του 1997 παρουσίασε ψυχολογικές διαταραχές και μεταφέρθηκε στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων των φυλακών  Κορυδαλλού.

Το φθινόπωρο του 2017, ο Θεόφιλος Σεχίδης έχοντας εκτίσει 20 χρόνια μέσα στην φυλακή υπέβαλλε αίτηση αποφυλάκισης η οποία όμως δεν έγινε δεκτή.

Κατέληξε το πρωί της Τρίτης 12/2/2019 σε ηλικία 47 ετών στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων των φυλακών  Κορυδαλλού.