Οδοιπορικό στα καμένα: Δεν χρειαζόμαστε τίποτα, μονάχα μερικά δέντρα. Αυτά θα φέρουν την ελπίδα
«Οι μυρωδιές από τα καμένα έχουν ριζώσει μέσα μου. Αλλά εγώ δεν θα φύγω από το Μάτι! Θα μείνω και θα αγωνιστώ. Μετά την πυρκαγιά, φίλοι από την Αθήνα με ρώτησαν: “Tι χρειάζεσαι;” και τους απάντησα ότι δεν θέλω τίποτε, μην μπαίνετε στον κόπο. Μονάχα δυο – τρία δεντράκια… Αυτά θα φέρουν και την ελπίδα».
«Νεκροταφείο» ψυχών το Μάτι. Τρεις εβδομάδες από την «πύρινη Αποκάλυψη» και η ζωή δεν λέει να επανέλθει. Γιατί το Μάτι εξακολουθεί και θυμίζει οικισμό-φάντασμα. Γιατί ακόμη και σήμερα ο θάνατος 93 ανθρώπων «στοιχειώνει» τον τόπο.
Όσοι από τους παραθεριστές κατάφεραν να γλιτώσουν έφυγαν, απέμειναν μονάχα οι μόνιμοι κάτοικοι να παλεύουν για την επόμενη ημέρα. «Το ξέρουμε, το βλέπουμε ότι θα αργήσει, όμως εμείς δεν θα εγκαταλείψουμε».
Το πρωί της περασμένης Πέμπτης επικρατούσε απόλυτη ηρεμία. Κάποιες στιγμές την «έσπαγε» ο θόρυβος από τα μηχανήματα που δούλευαν για να αποκατασταθούν οι ζημιές.
Οι πόρτες από τα σπίτια που σώθηκαν («και είναι λίγα») παρέμεναν κλειστές. «Είμαστε καλά», είναι ένα από τα δεκάδες σημειώματα που έχουν αφήσει οι ιδιοκτήτες τους.
Στα στενά δρομάκια δεν κυκλοφορούσε σχεδόν κανείς, παρά κάποιοι εργάτες και εθελοντές που εξακολουθούν να στηρίζουν με την ψυχή τους τους πυροπαθείς. Συχνές ήταν και οι περιπολίες της Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής, όπως και του Στρατού.
«Το Μάτι είναι οι ψυχές που χάθηκαν, τα δέντρα που κάηκαν», λέει ένας νεαρός που κάθεται στην αυλή του σπιτιού του, δίπλα στις στάχτες και τα αποκαΐδια. Το εσωτερικό της μονοκατοικίας, όπου μένει μόνιμα τα τελευταία 5,5 χρόνια, γλίτωσε σαν από θαύμα, όταν τα διπλανά σπίτια καταστράφηκαν ολοσχερώς. Οι πύρινες γλώσσες «έγλειψαν» μονάχα την αυλή του και όμως ο 25χρονος («δεν έχει νόημα να αναφερθεί το όνομά μου») δεν σκέφτεται να φύγει από εκεί. Και ας μην έχει ακόμη και σήμερα νερό ή τα χρήματα για να αγοράσει τα κατάλληλα εργαλεία για να αποκαταστήσει τις εξωτερικές ζημιές του σπιτιού του.
Μιλά για όλα όσα αντίκρισε την επόμενη μέρα. «Την ώρα της πυρκαγιάς έλειπα από το σπίτι. Επέστρεψα την επομένη και αυτά που είδα δεν περιγράφονται. Αρχισα να ψάχνω για ζωντανούς μέσα σε σπίτια. Να βοηθήσω ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Περπάτησα πάνω σε στάχτες και αποκαΐδια. Η γη φλεγόταν στην κυριολεξία -χάλασα τρία ζευγάρια παπούτσια- ενώ η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Ηταν δραματική η κατάσταση».
Ο πατέρας του, λέει, κατάφερε να γλιτώσει. «Δυστυχώς, ήταν στο σπίτι μας όταν ξέσπασε η φωτιά. Στις 18.12 ανέβηκε στην ταράτσα και έβγαλε μια φωτογραφία με τη φωτιά στον Νέο Βουτζά και στις 18.25 έφτασε στο Μάτι και έκαιγε τα πάντα. Ο πατέρας μου έτρεξε να σώσει όσους περισσότερους μπορούσε, βρήκε καταφύγιο στη θάλασσα όπου και παρέμεινε για πάνω από έξι ώρες. Δεν έχασα συγγενικά μου πρόσωπα, έχασα όμως ανθρώπους που τους γνώριζα από παιδάκι. Θυμάμαι, τον Φύτρο (σ.σ. έπεσε νεκρός από τις δολοφονικές φλόγες, όπως και τα δυο του παιδιά) που με κρατούσε στα πόδια του».
Για τον 25χρονο δύσκολα θα επανέλθει η ζωή. «Στεναχωριέμαι που ο τόπος ερήμωσε. Αντε κι εγώ είμαι νέος, όμως τι να πεις σε έναν άνθρωπο 80 χρόνων που αγωνίστηκε μια ζωή για να αποκτήσει ένα σπίτι και το έχασε; Πού είναι το κράτος; Ο δήμος είναι άφαντος. Ημασταν καταδικασμένοι να το ζήσουμε. Και τώρα μας δίνουν πέντε χιλιάδες ευρώ… Τι να πρωτοπάρουμε και τι να πρωτοφτιάξουμε;».
Οσο προχωρά κανείς στο βάθος του οικισμού οι εικόνες είναι αποκαρδιωτικές. Μπορεί τα περισσότερα από τα καμένα αυτοκίνητα να έχουν απομακρυνθεί, όμως οι κατεστραμμένες ολοσχερώς κατοικίες, τα μαύρα δέντρα «δεν μας αφήνουν να ξεχάσουμε».
Ο κ. Χαλκιόπουλος καθαρίζει την αυλή του εξοχικού που έχει στο Μάτι εδώ και δεκαετίες. Ευτυχώς, που μαζί με την οικογένειά του κατάφερε να σωθεί. «Στην Ελλάδα ζούμε από τύχη, να το γράψετε αυτό…», λέει. Είδε τη φωτιά να πλησιάζει. Είπε στους δικούς του να φύγουν από το σπίτι και να πάνε προς τη θάλασσα. Εκείνος έμεινε και με ένα λάστιχο προσπαθούσε να καταβρέξει το σπίτι. «Το νερό, όμως, κόπηκε. Αποφάσισα να φύγω και εγώ προς τη θάλασσα. Συνάντησα τον Μάρκο Κατσουλάκη (σ.σ.: ένα από τα δεκάδες θύματα), που από παιδιά ήμασταν εδώ. Του είπα “φύγε από εδώ, τρέξε”. Μου απάντησε: “Θα πάω προς τη Λούτσα, θα είναι καλά” και μετά εξαφανίστηκε. Για μέρες ήταν αγνοούμενος, δυστυχώς ταυτοποιήθηκε».
Το πανό
Στην Αργυρά Ακτή, όπου ο Στρατός μοιράζει φαγητό, έχει στηθεί ένα μεγάλο πανό: «Ούτε συγγνώμη ούτε ντροπή, στις στάχτες φωνάζουν οι νεκροί». Η θάλασσα είναι φουρτουνιασμένη. Δυο – τρεις στέκονται αμίλητοι, το βλέμμα τους χάνεται στο βάθος. «Πόσες ψυχές…», ψιθυρίζει μια γυναίκα.
Προσωπικά αντικείμενα, όπως γυαλιά, λούτρινα αρκουδάκια, των ανθρώπων που βρήκαν εκεί μαρτυρικό θάνατο βρίσκονται στην άμμο. Τα έχουν αφήσει φίλοι και συγγενείς, μαζί με σημειώματα και λουλούδια. «Πώς η ζωή περνάει βιαστικά και σαν ομίχλη φεύγει! Πόνο βαθύ και θλίψη στην καρδιά ο θάνατος μας φέρνει…», αναφέρεται σε ένα σημείωμα. Πιο δίπλα ένα μεγάλο στεφάνι με λουλούδια, είναι λευκά τριαντάφυλλα. «Στην αγαπημένη μας κόρη, οι γονείς σου». Η Αργυρά Ακτή βυθισμένη στη θλίψη…
Οι εθελοντές αγωνίζονται μόνοι τους
Στις προσπάθειες που γίνονται ώστε η περιοχή να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες της συντελούν κατά ένα μεγάλο βαθμό οι εθελοντές.
Η Καίτη Λαγωνικάκου, από τον Επιμορφωτικό Σύλλογο Νέας Μάκρης, από την πρώτη στιγμή βρίσκεται στο Μάτι. Δίπλα στους πληγέντες για να προσφέρει. Μαζί με άλλους εθελοντές βρίσκεται σε ένα χώρο που πριν από την τραγωδία λειτουργούσε ως μπαρ, στον οποίο συγκεντρώνονται είδη πρώτης ανάγκης, ρούχα και τρόφιμα.
«Το χώρο διέθεσε σε εμάς ο ιδιοκτήτης, ο Παύλος Λάππος. Εδώ συγκεντρώνονται όλα τα απαραίτητα είδη που προσφέρουν οι πολίτες για τον κόσμο που βρίσκεται σε ανάγκη. Και στη συνέχεια τα διανέμουμε στους πυροπαθείς. Από την πρώτη ημέρα τούς επισκεφθήκαμε στα σπίτια τους, δεν πήγαμε απλώς κρατώντας μια σακούλα με είδη. Τους αγκαλιάσαμε, τους ακούσαμε και μας εμπιστεύτηκαν».
Αυτό που τη συγκινεί είναι η άμεση ανταπόκριση του κόσμου «από όλα τα μέρη της χώρας. Ερχονται από τη Δυτική Αττική να αφήσουν πράγματα για τους πυρόπληκτους, από το Αργος…».
Οι εθελοντές, όμως, αγωνίζονται μόνοι τους. «Από την Πολιτεία δυστυχώς δεν έγιναν κινήσεις για να διευκολυνθούν στο έργο τους οι εθελοντές. Ο Δήμος Μαραθώνα υπολειτουργεί, δεν υπάρχει καν δήμαρχος».
Ο Πάτροκλος Στρατής είναι ένας νέος άνθρωπος που έζησε τις φονικές πλημμύρες στη Μάνδρα, αφού εκεί είναι το σπίτι του. Και επειδή ξέρει πώς είναι να βρίσκεται κάποιος σε απόγνωση χωρίς καμία ουσιαστική βοήθεια από το κράτος, καθημερινά έρχεται στο Μάτι παίρνοντας ό,τι δημόσιο μέσο μεταφοράς υπάρχει και καθαρίζει εθελοντικά τις αυλές των σπιτιών. «Δεν θα μπορούσα να ηρεμήσω, να κοιμάμαι τα βράδια, εάν δεν βοηθούσα τον κόσμο εδώ. Κάνουμε ό,τι μπορούμε. Ο άνθρωπος πρέπει να είναι άνθρωπος. Θέλουμε να στηρίξουμε τον κόσμο, να δείξουμε πως όλα θα διορθωθούν».
Ο Πάτροκλος μιλά και για την απουσία του κράτους. «Δεν ήρθε κανείς σε εμάς να ρωτήσει εάν χρειαζόμαστε κάτι. Να μας δώσει κάποιος υπεύθυνος από την Πολιτεία έστω μια μάσκα διότι χρειάζεται, ή γάντια. Οι εθελοντές πραγματικά είναι ένα μεγάλο και σημαντικό κομμάτι στη χώρα μας, θα πρέπει όμως το κράτος να τους στηρίζει και να τους ενθαρρύνει».
«Έρχονται με ανασφάλεια και άγχος»
Και οι «Γιατροί του Κόσμου» βρίσκονται από την πρώτη μέρα και κάθε μέρα στον τόπο της τραγωδίας προσφέροντας εθελοντικά τις υπηρεσίες τους σε όσους τις έχουν ανάγκη. Το πρωί της περασμένης Πέμπτης, έξω από το Πνευματικό Κέντρο στη Ραφήνα, λειτουργούσε για μια ακόμη φορά η κινητή μονάδα τους. Η Μάρθα Αρναούτογλου είναι μία από τις ψυχολόγους της οργάνωσης και προσφέρει ψυχοκοινωνική υποστήριξη στους πυροπαθείς.
«Ερχονται άνθρωποι σε εμάς και θέλουν να μιλήσουν. Μου κάνουν εντύπωση οι περιγραφές τους για αυτά που πέρασαν. Ερχονται με συμπτώματα, όπως αϋπνίας, ανασφάλειας και άγχους. Εμείς προσπαθούμε να τους βοηθήσουμε. Σίγουρα είναι μια αρκετά δύσκολη κατάσταση και σίγουρα χρειάζεται χρόνος. Οι μεγάλοι θα πρέπει να βοηθηθούν ώστε στη συνέχεια να βοηθήσουν και τα παιδιά τους που βίωσαν όλη αυτή την τραγωδία».