
Μάρα Καρέτσος: Ο Ιόλας, η Rolls Royce και ο λόγος που δεν πήρε ποτέ ναρκωτικά
Πέρασε στη σχολή καλών τεχνών μετά από δύο αποτυχίες, αλλά την τρίτη φορά πέρασε με υποτροφία. Κατάφερε να κερδίσει την προσοχή του Αλέξανδρου Ιόλα μετά από χρόνια απόρριψης, αλλά έγινε η προτεζέ του. Η διεθνής Ελληνίδα εικαστικός, Μάρα Καρέτσος, διηγείται τη συναρπαστική της διαδρομή από τη Λάρισα μέχρι το ατελιέ του Modigliani στο Παρίσι, το club 54 και τη Νέα Υόρκη.
H φιγούρα της εμφανίζεται στο βάθος με φόντο την Ακρόπολη. Λυγερή κορμοστασιά, γρήγορο βήμα. Είναι χαρούμενη που βρίσκεται πίσω στην πατρίδα της έστω για λίγο, βλέπει φίλους, κάνει βόλτες στην αγαπημένη της Πλάκα. Εδώ και 40 σχεδόν χρόνια ζει στην Park Avenue, σε ένα διαμέρισμα στον Trump Tower που τότε της υπέδειξε ο Αλέξανδρος Ιόλας να επιλέξει, αλλά κάθε χρόνο επιστρέφει στην Ελλάδα που τόσο αγαπάει –και της οποίας είναι άτυπα «καλλιτεχνική πρέσβειρα» στη Νέα Υόρκη.
Φορά καπέλο Παναμά, στενό τζιν, λευκό πουκάμισο και ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου πίσω από το οποίο κρύβεται ένα ζευγάρι φωτεινά καταπράσινα μάτια, με μια παιδική ζωηράδα. Έχει μια βραχνάδα στη φωνή, ελαφρά ενισχυμένη από τη μοναδική κατάχρηση στη ζωή της, του τσιγάρου, αφού όπως θα μου πει λίγο μετά, παρά τα ξέφρενα βράδια και τα ατελείωτα πάρτι στο Studio 54 (τη βραδιά που μέσα στο κλαμπ μπήκε η Bianca Jagger καβάλα σε άλογο ήταν εκεί) η Μάρα Καρέτσος δεν πήρε ποτέ ναρκωτικά, «ούτε καν μαριχουάνα»- «δεν κατηγορώ όσους το έκαναν, αλλά εγώ ήθελα μόνο να πετύχω, ήθελα να έχω focus και καθαρό μυαλό, να ζήσω το όνειρό μου, διαφορετικά η μόνη επιλογή θα ήταν να επιστρέψω στη Λάρισα».
Οι φίλοι της λένε πως αυτό που κάνει τόσο ξεχωριστή τη Μάρα πέρα από το ταλέντο και το πείσμα της, είναι αυτή η παιδικότητα που δεν έχασε ποτέ κι ας έχουν περάσει σχεδόν 50 χρόνια από τότε που άφησε πίσω της το πατρικό της στη Λάρισα, να κάνει το όνειρο πραγματικότητα, να γίνει και εκείνη πεταλούδα, ανοίγοντας τα πολύχρωμα φτερά της, ακριβώς σαν αυτά τα μικρά πεταλουδάκια που έφτιαχνε 5 χρονών μόλις από πηλό Πηνειού που της έφερνε ο μπαμπάς της, ακολουθώντας τη συμβουλές της δασκάλας της: «η Μάρα έχε ταλέντο, πρέπει να γίνει καλλιτέχνης», του έλεγε και εκείνος, έμπορος βαμβακιού και σταριού, αλλά ανοιχτόμυαλος και καλλιεργημένος, θέλησε να βοηθήσει την κόρη του να αναδείξει τα ταλέντα της- κάθε Κυριακή πήγαινε τα παιδιά του ο ίδιος στο ωδείο της πόλης.
«Μια ψυχή δεν μπορεί να δει το ωραίο και την τέχνη αν δεν είναι ωραία η ίδια, όπως έλεγε και ο Πλωτίνος», σχολιάζει η Μάρα, μιλώντας με νοσταλγία για τους γονείς της που στήριξαν τα όνειρά της.
Είναι 1969 και, τελειώνοντας το σχολείο, ο πατέρας της τη στέλνει στην Αθήνα για να δώσει εξετάσεις στην Καλών Τεχνών. Στην αρχή μένει σε ένα σπίτι που είχαν Καλόγριες στο Σύνταγμα, λίγο η οικογένεια αγοράζει ένα διαμέρισμα στην οδό Σπευσίππου για εκείνη και την αδελφή της, την Άννα. «Που αφήνεις αυτές τις καλλονές στη ζούγκλα της Αθήνας», λένε στον πατέρα της οι γείτονες, αλλά εκείνος δεν πτοείται. «Τις έχω γαλουχήσει σωστά και θα τα καταφέρουν», απαντά με καμάρι. Η Μάρα θα χρειαστεί να βάλει τα δυνατά της για να τα καταφέρει. Την πρώτη χρονιά αποτυγχάνει στις εξετάσεις. Πεισμώνει. Ξαναδίνει εξετάσεις, αποτυχαίνει ξανά, αλλά δεν το βάζει κάτω. Την τρίτη φορά περνά με υποτροφία και τελειώνει τη σχολή με άριστα. «Μετά από διαγωνισμό, το 1974 γίνομαι επιμελήτρια στο Εθνικό Μετσόβιο πολυτεχνείο στη θέση του καθηγητή (σ.σ. και διακεκριμένου γλύπτη) Λάζαρου Λαμέρα. Ήμουν μόλις 24 ετών και πήρα μισθό 20.000 δραχμές το μήνα. Ήταν ό,τι πιο μεγάλο θα μπορούσα να έχω ονειρευτεί», μου λέει. Όμως το “dream big” δεν έχει όρια για εκείνη.
Μια έκθεση με έργα της στη Ρώμη γίνεται η αφορμή να γνωρίσει τον πρώτο της άντρα, τον εικαστικό Pier-Luigi Bellacci. Εκείνος μαγεύεται από τα πολύχρωμα φτερά της και μαζί στα επόμενα χρόνια θα πετάξουν ακόμα πιο ψηλά. «Ήρθε στο διαμέρισμά μου στη Σπευσίππου με ένα κοστούμι και δύο καβαλέτα. Όταν τον είδε η μητέρα μου είπε ‘όχι, με Ιταλό και μάλιστα καθολικό δεν θα παντρευτείς’, αλλά της είπα πως αυτά ήταν ξεπερασμένα», διηγείται. Περνούν ένα χρόνο μαζί, με τη Μάρα να εργάζεται στο πολυτεχνείο, όταν της μπαίνει η ιδέα να τα αφήσουν όλα πίσω και να δοκιμάσουν την τύχη τους στο Παρίσι των 70s. «Ξαφνιάστηκε ο Bellacci, μου λέει ‘Με τι θα πάμε Παρίσι;’ Πουλάω αμέσως 10 έργα μου, σε γνωστούς Έλληνες που είχαν ξεχωρίσει το ταλέντο μου και μαζεύουμε κάποια χρήματα για να φύγουμε. Φτάσαμε στο Παρίσι με δύο καβαλέτα και δύο βαλίτσες, χωρίς να έχουμε βρει σπίτι. Βλέπουμε μια πινακίδα που έλεγε «immobilier» και από κάτω real estate. Δεν ξέραμε τότε γαλλικά, μόνο αγγλικά κα ιταλικά. Μπήκαμε και ζητήσαμε να μας βρουν ένα στούντιο για να μείνουμε και μας πήγαν στο Μον Παρνάς, σε ένα ατελιέ, μεγάλο χώρο, πολύ κρύο θυμάμαι, ούτε σόμπα δεν είχε. Πληρώσαμε επί τόπου και μπήκαμε. Τελικά μείναμε εκεί 9 χρόνια. Μετά μάθαμε πως παλιά ήταν το ατελιέ του ζωγράφου Modigliani». Στο Παρίσι η Μάρα ξεκινά μια σειρά από γλυπτά. «Πολλές φορές δούλευα από το πρωί μέχρι το βράδυ της επόμενης μέρας και δεν είχαμε ούτε να φάμε, μόνο τα σπαγγέτι που μας έστελνε η μαμά του Bellacci από την Ιταλία. Περνούσα σχεδόν καθημερινά από μια μεγάλη γκαλερί στο Σαν Ζερμάν. “Alexandre Iolas” έγραφε από έξω και, θεέ μου, τι υπέροχα έργα είχε, του Magritte του Ernst… Μια μέρα μπαίνω μέσα και βλέπω πρώτη φορά τον Αλέξανδρο Ιόλα: Φορούσε γούνα, είχε μπριγιάν στα παπούτσια του. Εγώ ήμουν με ένα τζινάκι και ένα φουσκωτό μπουφάν. Λέω «καλημέρα». Μου απαντά «Δεν μπορώ τώρα, έχω πολλή δουλειά». Για ένα χρόνο πήγαινα από εκεί, αλλά ο Ιόλας δεν με δεχόταν, είχε δουλειά, εγκαίνια, ξένους πελάτες. Ένα χρόνο μετά, που είχα μάθει πια καλά γαλλικά, μπαίνω ξανά μέσα, τον βρίσκω και του λέω ‘Καλημέρα, τι κάνετε; Είμαι Ελληνίδα, θέλω να σας δείξω τη δουλειά μου’. Τότε γυρνά και μου λέει ‘Ελληνίδα; Και δεν μου το είπατε; Του και δείχνω σε φωτογραφίες τη δουλειά μου και τη δουλειά του Bellacci. ‘Wow, πολύ καλός ο Ιταλός’, μου λέει. Μετά από αυτό ξεκίνησε συνεργασία με τον άντρα μου», διηγείται η Μάρα.
Ο Bellacci συνεργάζεται με τον Ιόλα, ενώ η Μάρα κάνει διακριτικά πίσω και λίγο μετά ξεκινά συνεργασία με έναν άλλο καταξιωμένο γκαλερίστα, τον Paul Facchetti. Μετά από μια έκθεση που κάνει στο Παρίσι ο Facchetti την προτρέπει να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να οργανώσει εκεί μια μεγάλη έκθεση. «Κάπως έτσι μετά από 7 χρόνια επέστρεψα στη χώρα μου, και έκανα μια μεγάλη έκθεση σε μια γκαλερί σύγχρονης χαρακτικής στην οδό Χάρητος στο Κολωνάκι, μια έκθεση στην οποία όλα τα έργα πουλήθηκαν. Ένα απόγευμα που ήμουν στη γκαλερί μπήκε μέσα ο Ιόλας και κοιτάζοντας τα έργα γυρνά και ρωτά μεγαλόφωνα ‘ποιος είναι ο άντρας που κάνει αυτά τα φοβερά σουρεαλιστικά έργα;’. ‘Εγώ’, του απαντώ και με κοιτάζει ξαφνιασμένος: ‘Κάτι μου θυμίζεις εσύ… Δουλεύεις με τον Facchetti; Θα πάμε μαζί Αμερική;’. Τα έχασα. Για να μην στα πολυλογώ, γύρισα στο Παρίσι, δούλεψα δύο χρόνια νυχθημερόν, έφτιαξα 40 έργα. Είχα πιστώσει το χυτήριο στο Παρίσι 100.000 δολάρια με την υπόσχεση να ξεχρεώσω όταν πουλήσω… Και το 1982 φεύγω για Νέα Υόρκη, όπου θα ερχόταν να με συναντήσει ο Ιόλας. Βρήκα ένα ξενοδοχείο στους 57 δρόμους, με 20 δολάρια το βράδυ. Όμως, περνούσαν οι μέρες και ο Ιόλας δεν ερχόταν. Είχα πάει εκεί με 1000 δολάρια και μετά από ένα μήνα μου τελείωναν τα χρήματα. Έπαιρνα καφέ σε ένα coffee shop στη γωνία του σπιτιού μου και ο ιδιοκτήτης μου έδινε και ένα μπέιγκελ δωρεάν. Μέχρι που επιτέλους ήρθε ο Ιόλας. Θυμάμαι με έστειλε στο Saks στην 5η λεωφόρο με 1000 δολάρια για να πάρω κάτι να βάλω στα εγκαίνια της έκθεσης με τα έργα μου και του λέω ‘εγώ με 1000 δολάρια έβγαλα σχεδόν δύο μήνες εδώ!’. Αγόρασα ένα λευκό αντρικού στυλ κοστούμι και μου έδωσε και εκείνος ένα τυρμπάν. Την ημέρα των εγκαινίων πήγα με το λεωφορείο στη γκαλερί στους 57 δρόμους, δίνοντας 2,20 δολάρια για το εισιτήριο, ντυμένη με ένα κοστούμι των 1000 ευρώ! Φτάνοντας εκεί έμεινα με το στόμα ανοιχτό: Ηθοποιοί, τζετ σέτερς, πλήθος κόσμου έξω από την γκαλερί. Μόλις μπαίνω μέσα, ο Ιόλας με πιάνει από το χέρι και με συστήνει στον κόσμο ‘This is Mara Karetsos, this is the artist’. Εκείνο το βράδυ από τις πωλήσεις των έργων μπήκαν στο ταμείο 250.000 δολάρια. Μου έδωσε τα μισά και μου είπε να συνεχίσω να δουλεύω με το ίδιο πάθος», διηγείται. Έγινε μια από τους καλλιτέχνες που ο εκκεντρικός Έλληνας art dealer πήρε κάτω από τις φτερούγες του όπως ο Τάκης, ο Παύλος, ο Τσόκλης, ο Κουνέλης,η Niki De Saint Phalle και αργότερα η Μαρίνα Καρέλα. «Οι Έλληνες δεν είχαν καταλάβει πόσο σπουδαίος ήταν ο Ιόλας. Toυ φέρθηκαν κάπως άδικα, ίσως γιατί δεν κατάλαβαν όλη αυτή την εξτραβαγκάντζα του. Του χρωστώ πολλά, αλλά και γω δούλεψα σκληρά, διαφορετικά δεν θα είχα καταφέρει τίποτα. Τίποτα δεν μου ήρθε εύκολα και δεν πιστεύω την τύχη. Την τύχη τη φτιάχνουμε», μου λέει.
Μετά την έκθεση στη Νέα Υόρκη η Μάρα βρέθηκε για πρώτη φορά με πολλά δικά της χρήματα –κι ενώ δεν οδηγούσε, τη μεγαλύτερη επένδυσή της τότε την έκανε σε ένα αμάξι. «Πήρα ένα φίλο και του είπα θέλω να μου βρεις μια Rolls Royce. Μου λέει ‘τι την θέλεις, αφού δεν οδηγείς;’ Του λέω ‘τη θέλω για το fun, θα πάρω οδηγό’. Εκείνη την εποχή η Paloma Picasso είχε μια ροζ Rolls, εγώ πήρα μια μπλε».
Η Αμερική έγινε αφετηρία για μια μεγάλη καριέρα που έφτασε μέχρι την Ιαπωνία –δρόμο που της άνοιξε ο Ιόλας, αλλά ολοκλήρωσε μόνη όταν εκείνος πέθανε. Πριν πάει στη Νέα Υόρκη χώρισε με τον Bellacci, ο οποίος δεν ήθελε να φύγει από την Ευρώπη, με τον οποίο ακόμα και σήμερα μια σχέση αγάπης και εκτίμησης. Ο δεύτερος σύζυγός της, ο εβραίος γκαλερίστας Keith Green, «έφυγε» από ανακοπή πριν από 11 χρόνια. «Μετά τον Keith δεν βρέθηκε στο δρόμο μου άλλος καλλιτέχνης να ερωτευτώ», λέει γελώντας.
Σήμερα μοιράζει το χρόνο της μεταξύ Νέας Υόρκης και Γαλλίας. Εδώ και 22 χρόνια έχει το ατελιέ της στο Σαν Τροπέ, όπου και περνά τα καλοκαίρια της. Εκεί παρουσιάζει κάθε χρόνο και τη συλλογή κοσμημάτων της, κάνοντας ένα μεγάλο πάρτι για φίλους και συνεργάτες. Πριν χωριστούμε με κοιτάζει στα μάτια «Ξέρεις κάτι; Το μυστικό για να πετύχεις τα όνειρά σου είναι να μην έχεις φόβο. Κάνε όνειρά, πίστεψε στα όνειρά σου, δούλεψε πολύ και θα πετύχεις. Δεν αρκεί να είσαι φιλόδοξος. Πρέπει να δουλέψεις σκληρά, γιατί τίποτα δεν είναι πιο ανώφελο από τη φιλοδοξία. Αυτό συμβουλεύω και τα νέα παιδιά». Λίγα λεπτά μετά η αέρινη φιγούρα της χανόταν στα σοκάκια της Πλάκας με τον ίδιο γοργό βηματισμό. Την επομένη μου έστειλε φιλιά από το Σαν Τροπέ.
Όλα τα νέα, πλούσιο ρεπορτάζ, καθημερινές στιγμές διασήμων και ξεχωριστές στιγμές καθημερινών ανθρώπων στο People, που κυκλοφορεί μαζί με το Έθνος της Κυριακής.