Στη διαδρομή του από τα παιδικά χρόνια στην εφηβεία, ο Ιούλιος Βερν συνάντησε τον Ζορμπά. Η Φαίη Σκορδά έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κάθοδό του από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Και ο Καζαντζάκης βρέθηκε ξανά στο δρόμο του μέσα από ένα ρεπορτάζ, για να «συναντηθεί» λίγο αργότερα με τον George Lois. Κάπως έτσι ο διπλανός μου στο γραφείο, Γιώργος Πράτανος, έγραψε το πρώτο του (υπέροχο) βιβλίο.

Mικρός λάτρευε τα βιβλία του Ιουλίου Βερν. Τον ταξίδευαν σε μια εξωπραγματική διάσταση που διέγειρε την παιδική του φαντασία. Η μετάβαση, βέβαια, στην ενήλικη λογοτεχνία για το 10χρονο τότε Γιώργο ήταν κάπως απότομη, όταν στη βιβλιοθήκη της μαμάς του βρήκε ένα βυσσινί δερματόδετο βιβλίο που έγραφε με χρυσά γράμματα «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά». «Πήγαινα στην έκτη δημοτικού και ένιωθα ότι έχω μεγαλώσει πολύ, έτσι σκέφτηκα ότι έπρεπε να διαβάσω κάτι πιο σοβαρό. Εντυπωσιάστηκα από το εξώφυλλο, τον τίτλο, τα χρυσά γράμματα και το ξεκίνησα. Μου άρεσε. Μπορεί να μην τα καταλάβαινα όλα, αλλά ένιωθα περήφανος που διάβαζα ό,τι και οι μεγάλοι. Δεν ήταν και μικρό πράγμα η μετάβαση από τον Βερν στον Καζαντζάκη!» μου διηγείται ο Γιώργος πίνοντας καπουτσίνο με θέα στη θάλασσα από τον 20ό όροφο του Πύργου Αθηνών στα νέα μας γραφεία.

Όταν ξεκίνησε να γράφει το πρώτο του βιβλίο, τον Ανεπιθύμητο Νεκρό, ένα μυθιστόρημα που ξετυλίγεται από την 26η Οκτωβρίου του 1957, ημέρα θανάτου του Νίκου Καζαντζάκη στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, και ολοκληρώνεται λίγο μετά την επεισοδιακή κηδεία του στοχαστή στο Ηράκλειο, του είχα πει πως μόλις το βιβλίο κυκλοφορήσει, θα του κάνω συνέντευξη. Γελούσε. Τον έβαλα να μου το υποσχεθεί. Μου είπε «OK, OK» γελώντας πάλι. Και κάπως έτσι, δεκαπέντε μήνες μετά, σε νέα γραφεία, παλιοί συνεργάτες, αγαπημένοι φίλοι, βρεθήκαμε να κάνουμε μια πολύ διαφορετική κουβέντα ‒ δεν λέγαμε τα νέα μας, ούτε βγάζαμε θεματολογία για το επόμενο τεύχος του People. Τελικά, έχει ενδιαφέρον να κάνεις συνέντευξη σε ένα φίλο.

Μεγαλώνοντας ο Γιώργος διάβασε πολύ Καζαντζάκη. «Είναι ο Έλληνας συγγραφέας που προσφέρεται να συνοδεύσει έναν έφηβο στη φάση της επανάστασής του. Είναι πολύ κόντρα σε όλα και η γραφή του σε συναρπάζει. Οπότε ξεκινάς και γίνεσαι “Καζαντζακικός” χωρίς να το καταλάβεις» μου λέει ο Γιώργος. Όμως η αφορμή να βουτήξει βαθιά στην προσωπική ιστορία του ίδιου του Καζαντζάκη ήρθε το 2011, όταν, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, το υπουργείο Πολιτισμού προσπαθούσε να δημιουργήσει μια επιτροπή διαχείρισης των βιβλίων του συγγραφέα, υποστηρίζοντας πως ο πνευματικός δικαιούχος του, Πάτροκλος Σταύρου, θετός γιος της Ελένης Καζαντζάκη, ασκούσε πλημμελώς τα καθήκοντά του – για παράδειγμα, πως τα βιβλία του δεν βρίσκονται σε διάφορες χώρες, όπως θα έπρεπε. «Όταν πήγα στα γραφεία των εκδόσεων στη Χαριλάου Τρικούπη για να τον συναντήσω, το πρώτο που έκανε ήταν να με κατεβάσει στο υπόγειο και να μου δείξει τεράστιες ντάνες με βιβλία. Ο Σταύρου υπήρξε πρωταγωνιστής σε ιστορικά γεγονότα: ήταν Υφυπουργός παρά τω Προέδρω στην Κύπρο, επί Μακαρίου – και άλλων τεσσάρων Προέδρων της Μεγαλόνησου. Ήταν 70 κάτι χρόνων όταν τον συνάντησα και, θυμάμαι, τον είδα κάποια στιγμή δακρυσμένο να μου λέει: “Μα γιατί με κατηγορούν;”. Από όσα συζητήσαμε, κατέληξα στο ότι η επίθεση στο πρόσωπό του ήταν άδικη. Επί της ουσίας, το ελληνικό κράτος ήθελε να δημιουργήσει ένα συμβούλιο, στο οποίο ο Σταύρου ναι μεν θα ήταν μέλος, αλλά τα άλλα μέλη θα αποφάσιζαν το πώς θα κινηθεί ο ίδιος εκδοτικά, πράγμα το οποίο δεν συνάδει με τις διεθνείς συμβάσεις για τα πνευματικά δικαιώματα» εξηγεί ο Γιώργος. Μετά τη συνάντησή του με τον Πάτροκλο Σταύρου είχε κινηθεί αυστηρά δημοσιογραφικά, επικοινωνώντας με τη γραμματεία του υπουργείου Πολιτισμού (ήταν κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Γιώργο Παπανδρέου και υπουργό Πολιτισμού τον Γερουλάνο). Ουσιαστικά από το υπουργείο παραδέχτηκαν πως δεν μπορούν να επέμβουν αν δεν το θέλει ο ίδιος ο Πάτροκλος Σταύρου και η υπόθεση με τα πνευματικά δικαιώματα έληξε εκεί.

Η γνωριμία με τον Σταύρου ήταν η αφορμή να ανακαλύψει ο Γιώργος κι άλλες πτυχές της ζωής τόσο του Καζαντζάκη όσο και της δεύτερης συζύγου του, της Ελένης. Μετά το θάνατο του στοχαστή εκείνη εγκαταστάθηκε στη Γενεύη. Επισκεπτόταν, όμως, συχνά την Κύπρο, που την αγαπούσε πολύ. Τον Σταύρου τον είχε συναντήσει στο πρώτο της ταξίδι στη Μεγαλόνησο το ’60. Την είχε φροντίσει πολύ τότε και έτσι ξεκίνησε η γνωριμία τους, που έγινε φιλία και μετά σχέση ζωής. Βάφτισε τη μοναχοκόρη του, Νίκη, ενώ λίγα χρόνια μετά αποφάσισε να τον υιοθετήσει. Η Ελένη δεν είχε συγγενείς και ήθελε κάποιον να τη νοιαστεί στα γεράματα, ειδικά μετά από ένα αυτοκινητικό ατύχημα που είχε στη Γενεύη το 1981. Ο Σταύρου θεωρούσε την υιοθεσία περιττή, θα τη φρόντιζε έτσι κι αλλιώς, αλλά η Ελένη επέμενε.

Λίγα χρόνια νωρίτερα είχε συμβεί κάτι που έδεσε για πάντα την οικογένεια Σταύρου με την Ελένη Καζαντζάκη. «Την ημέρα της τουρκικής εισβολής στην Κυρήνεια της Κύπρου, στο σπίτι της οικογένειας Σταύρου βρίσκονταν μόνο τρεις γυναίκες: η Ελένη Καζαντζάκη, η σύζυγος του Πάτροκλου Σταύρου, Μαίρη, και το 1,5 έτους τότε κοριτσάκι τους, η Νίκη. Όταν μπήκαν οι Τούρκοι με πυροβόλα στα χέρια, η Ελένη Καζαντζάκη έδειξε το ελβετικό της διαβατήριο φωνάζοντας “Nous sommes Suisses” (“Είμαστε Ελβετοί”) και έτσι οι Τούρκοι τούς άφησαν να διαφύγουν. Για την ιστορία, τους γείτονες της οικογένειας Σταύρου εκείνη την ημέρα τούς σκότωσαν οι Τούρκοι» διηγείται ο Γιώργος.

Τι ήταν, όμως, αυτό που πριν από δεκαπέντε μήνες έκανε τον Γιώργο Πράτανο να κατέβει στο Ηράκλειο να αναζητήσει τον ηλικιωμένο ιερέα που εξήντα χρόνια πριν είχε ψάλει το διανοητή στο ταξίδι του στην αιωνιότητα; «Μια συζήτηση με το σκηνοθέτη Σωτήρη Χατζάκη, στην οποία λέγαμε ιστορίες για τους αγαπημένους μας συγγραφείς. Του είχα διηγηθεί όσα εκτυλίχθηκαν στην Κρήτη τις μέρες πριν από την κηδεία του Καζαντζάκη και ο Σωτήρης, που είναι από την Κρήτη, είχε μείνει άφωνος. Μου είπε ότι στο ευρύ κοινό οι λεπτομέρειες δεν είναι γνωστές και μου πρότεινε να το κάνω θεατρικό έργο. Συζητώντας διαπιστώσαμε πως υπήρχε τόσο ρεπορτάζ και τόσα γεγονότα, που θα έπρεπε πρώτα να γίνει βιβλίο και μετά θεατρικό».

Ο Γιώργος κατάφερε να εντοπίσει την κόρη του ιερέα Σταύρου Καρπαθιωτάκη στο τηλέφωνο. Εκείνη του είπε πως ο παπα-Σταύρος ζει, αλλά είναι ηλικιωμένος και άρρωστος, οπότε η τηλεφωνική επικοινωνία θα ήταν δύσκολη. «Έτσι, κατέβηκα στο Ηράκλειο χωρίς να έχω ραντεβού. Ξαναπήρα τηλέφωνο, αυτή τη φορά απάντησε η σύζυγός του. Της είπα ότι έχω κατέβει στο Ηράκλειο μόνο για αυτό και ότι θέλω να τον δω, χωρίς να τον κουράσω. Επί της ουσίας ήθελα να μου επιβεβαιώσει κάποια πράγματα. Ομολογώ πως μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση ο παπα-Σταύρος. Καθόταν σε μια πολυθρόνα, ήταν ψηλός, είχε τεράστια γαλάζια μάτια. Ήταν ένας λεβέντης Κρητικός. Ήταν δύσπιστος στην αρχή, γιατί τον είχαν προσεγγίσει ξανά και είχαν μεταφέρει με λάθος τρόπο τα λεγόμενά του στο χαρτί. Για αυτό και δεν μου επέτρεψε να τον ηχογραφήσω ‒ κρατούσα απλά σημειώσεις. Μου μίλησε με ονόματα, τα οποία όμως δεν χρησιμοποίησα στο βιβλίο γιατί δεν ήθελα να στιγματίσω οικογένειες και επόμενες γενιές» προσθέτει.

Κατά την παραμονή του στην Κρήτη ο Γιώργος Πράτανος βρήκε και άλλους ανθρώπους που είχαν βρεθεί στην κηδεία του Κρητικού λόγιου που δίχασε κράτος και εκκλησία. «Κινήθηκα πολύ μέσω Facebook. Έστελνα μηνύματα ρωτώντας αν «ο παππούς σου ζει κι αν μπορείς να με βοηθήσεις σε μία έρευνα που κάνω». Οφείλω να πω ότι έτσι βοηθήθηκα πολύ. Βρήκα μια γιαγιά 88 ετών που μου είπε για το φέρετρο του Καζαντζάκη. Της είχε κάνει εντύπωση το μέγεθός του ‒ και όπως διαπίστωσα διερευνώντας το, ήταν πολύ μεγάλο γιατί ήταν επενδεδυμένο με σίδερο για καλύψει τη δυσοσμία, καθώς η σύζυγος του Καζαντζάκη είχε αρνηθεί να ταριχευθεί η σωρός του, που έμεινε για δύο μέρες στη Γερμανία πριν μεταφερθεί στην Ελλάδα».

Όταν ο Γιώργος ολοκλήρωσε το βιβλίο του, το έστειλε στους πιο κοντινούς ανθρώπους των δύο βασικών πρωταγωνιστών του μυθιστορήματος, μέσα από τους οποίους ξετυλίγονται τα γεγονότα της εποχής: τη Νίκη Σταύρου, βαφτισιμιά της Ελένης Καζαντζάκη, μέσα από τις αναμνήσεις της οποίας ξεκινά το βιβλίο, και τη Ναταλία Γερμανού, κόρη του Φρέντυ. Γιατί πέρα από τα γεμάτα συναίσθημα flashback της Ελένης, στον Ανεπιθύμητο Νεκρό η πλοκή εξελίσσεται και μέσα από τις διηγήσεις του Φρέντυ Γερμανού, του 23χρονου τότε ρεπόρτερ της εφημερίδας Ελευθερία που είχε αναλάβει να καλύψει την κηδεία του Καζαντζάκη. Τόσο η Νίκη όσο και η Ναταλία διαβάζοντας το χειρόγραφο ένιωσαν το σεβασμό του Γιώργου στη σκιαγράφηση της προσωπικότητας των τόσο δικών τους ανθρώπων. Η ευχή «καλοτάξιδο» από τα δικά τους χείλη ήταν το πράσινο φως να προχωρήσει στην έκδοση.

Γνωρίζοντας τον Γιώργο εδώ και χρόνια και μετά από πολλά ξενύχτια στο γραφείο, μπορώ να επιβεβαιώσω πως με το ίδιο πείσμα και πάθος που έκανε το ρεπορτάζ του για τον Καζαντζάκη «τυλίγοντας» αριστοτεχνικά τα ευρήματά του σε ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα γράφει και όλα του τα κείμενα. Θα έλεγε κάποιος πως ο βέρος Θεσσαλονικιός Γιώργος Πράτανος είναι γεννημένος δημοσιογράφος, όμως η αλήθεια είναι πως όλο αυτό ήρθε σχεδόν τυχαία στη ζωή του. «Ένας φίλος μου δούλευε ως δημοσιογράφος σε περιοδικό About της Θεσσαλονίκης και μου ζήτησε να γράψω ένα χιουμοριστικό κείμενο. Τότε, στα 20 μου, εργαζόμουν ως ηχολήπτης και έκανα και ραδιοφωνικά σποτάκια. Έδωσα, λοιπόν, το πρώτο μου άρθρο και όταν το διάβασε η αρχισυντάκτρια, Σοφία Παπαδοπούλου, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε πως θα ήθελε να γράφω στο περιοδικό. “Δεν έχω να σε πληρώσω τώρα, αλλά με το που έχω budget θα το κάνω” μου πρότεινε. Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου ήταν αρνητικός. Μου δήλωσε χαρακτηριστικά: “Τι είναι αυτά που πας και κάνεις; Δεν έχω κανέναν γνωστό, πώς θα σε βοηθήσω;”, όπως θα έλεγε κάθε κλασικός Έλληνας πατέρας, αλλά αντιγύρισα ότι μου αρέσει και θα το κάνω. Με γοήτευσε όλο αυτό. Άρχισα, λοιπόν, να γράφω και όντως μετά από έξι μήνες η Σοφία με έβαλε στο μισθολόγιο. Μετά ήρθε η πρόταση από το Μακεδονία TV, όπου θα ξεκινούσε μια εκπομπή με τη Φαίη Σκορδά – εκεί γνωριστήκαμε. Είπα το “ναι”, καθώς μου φάνηκε άλλη μια περιπέτεια. Ο πατέρας μου κατάλαβε ότι κάτι καλό κάνω και δεν αντέδρασε. Όταν το Alter πρότεινε στη Φαίη να κατέβει στην Αθήνα να αναλάβει δική της εκπομπή, εκείνη επέμενε ότι δεν θα κατέβει αν δεν την ακολουθούσαν και οι άμεσοι συνεργάτες της – η Πολυξένη Καραμίχα και εγώ. Κατεβήκαμε μαζί. Ήταν ακόμα μία πρόκληση».

Δεν ήταν, βέβαια, η πρώτη φορά που πήγε να ζήσει στην Αθήνα. Είχε ζήσει ένα χρόνο στην πρωτεύουσα λίγα χρόνια πριν, ακολουθώντας έναν έρωτα. «Την είχα γνωρίσει στη Θεσσαλονίκη, την ερωτεύτηκα και τρεις μέρες αργότερα μου είπε ότι θα πήγαινε στην Αθήνα για να κάνει μεταπτυχιακό. Παράτησα τα πάντα και πήγα μαζί της. Τότε είπα στον πατέρα μου αν έχουμε κάποιον να μας βοηθήσει με μια μετακόμιση στην Αθήνα. Όταν με ρώτησε ποιος μετακομίζει, του είπα “εγώ”. Έκανε να μου μιλήσει δύο μήνες!».

Ό,τι βάλει στο μυαλό του ο Γιώργος θα το κάνει με έναν ενθουσιώδη ρομαντισμό. Έτσι προέκυψε και η συνεργασία του με τον George Lois, που σχεδίασε το εξώφυλλο του βιβλίου. Ο creative director και διαφημιστής που είχε σχεδιάσει τα iconic εξώφυλλα του αμερικανικού περιοδικού Esquire τη δεκαετία ’60-’70 (από τον Muhammad Ali ως Άγιο Σεβαστιανό καρφωμένο με βέλη μέχρι τη Marilyn Monroe να ξυρίζεται), ο άνθρωπος πάνω στον οποίο βασίστηκε ο χαρακτήρας του Don Draper στο Mad Men είχε δώσει συνέντευξη στον Γιώργο για το People λίγο μετά το θάνατο του Muhammad Ali. Όταν, λοιπόν, ολοκληρώθηκε το βιβλίο για τον Καζαντζάκη, πέρασε από το μυαλό του Γιώργου Πράτανου η σκέψη να ζητήσει στον Lois να φιλοτεχνήσει το εξώφυλλο. «Επειδή λένε ότι είναι μοναχικό το επάγγελμα του συγγραφέα, εγώ έχω να πω το πόσο με έχουν βοηθήσει φίλοι, συνάδελφοι, αλλά και άνθρωποι που έχω γνωρίσει μέσα από τη δουλειά. Ο Lois, όταν του πρότεινα να κάνει το εξώφυλλο και του έστειλα e-mail για να τον ρωτήσω το κόστος, όχι μόνο δέχτηκε αμέσως να το κάνει, καθώς φυσικά γνώριζε τον Καζαντζάκη, αλλά δεν ζήτησε καν χρήματα κι αυτό με συγκίνησε πολύ. Σκέφτηκα λοιπόν “για δες, όταν είσαι φύσει ρομαντικός και έχεις κοντά σου ανθρώπους που είναι επίσης ρομαντικοί και ενθουσιώδεις και έχουν ιδέες, πόσα πράγματα μπορείς να κάνεις”. Θα μπορούσα να επιλέξω ένα τυπικό εξώφυλλο, μια φωτογραφία του Καζαντζάκη με την Ελένη. Αλλά δεν ψάχναμε να κάνουμε κάτι για να είναι πιο θελκτικό το βιβλίο. Οραματιζόμουν κάτι που να είναι σημείο αναφοράς. Παντρέψαμε, λοιπόν, τον Καζαντζάκη με τον Lois, δύο ανθρώπους που νοιάζονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία του λόγου». Ήταν ρομαντικό. Όπως και ο Γιώργος πίσω από το φανατικό ΠΑΟΚτσή. Γιατί για εκείνον ακόμα και η πίστη στην ομάδα που αγάπησε όταν τον πήγε ο πατέρας του στο πρώτο ματς στην Τούμπα 4 ετών παιδάκι είναι ρομαντική. Εκτός από τις στιγμές που πανηγυρίζει για τη νίκη, όπως την περασμένη εβδομάδα για το Κύπελλο.

Όλα τα νέα, πλούσιο ρεπορτάζ, καθημερινές στιγμές διασήμων και ξεχωριστές στιγμές καθημερινών ανθρώπων στο People, που κυκλοφορεί αυτή την Κυριακή, μαζί με το Πρώτο Θέμα.