Συντάξεις χηρείας: Στα 360 ευρώ από τα 192 που έδινε ο νόμος του 2017
Το ποσό των 360 ευρώ ορίζει ως κατώτατο όριο σύνταξης χηρείας η εγκύκλιος του ΕΦΚΑ με οδηγίες για την έκδοση των νέων συντάξεων χηρείας κατ’ εφαρμογή του Ν. 4387/2016 όπως συμπληρώθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4499/2017. Θυμίζουμε ότι ο νόμος του 2017 έδινε πενιχρές συντάξεις χηρείας ύψους ακόμα και 192 ευρώ.
Πλέον τα πρόσωπα που δικαιούνται σύνταξη λόγω θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, που απεβίωσε από τις 13 Μαΐου 2016 και μετά, είναι ο επιζών σύζυγος, το έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης, τα τέκνα του θανόντος (νόμιμα, νομιμοποιηθέντα, αναγνωρισθέντα, υιοθετηθέντα και όσα εξομοιώνονται με αυτά) και ο διαζευγμένος σύζυγος.
Οι σύζυγοι και τα έτερα μέρη του συμφώνου συμβίωσης μπορούν να λάβουν τη σύνταξη του θανόντος εάν έχουν τα εξής κριτήρια:
1. Ανάλογα με τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας σε σχέση με την ημερομηνία θανάτου ή κατά τη διάρκεια της χορήγησης της σύνταξης.
2. Σε περίπτωση που ο θάνατος επήλθε μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας του επιζώντος συζύγου, η σύνταξη χορηγείται χωρίς χρονικό περιορισμό, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις λήξης του δικαιώματος αυτού.
Δηλαδή:
Λόγω θανάτου του επιζώντος συζύγου.
Λόγω σύναψης γάμου ή συμφώνου συμβίωσης εκ μέρους του επιζώντος συζύγου.
3. Σε περίπτωση που ο θάνατος επήλθε πριν από τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας του επιζώντος συζύγου, η διάρκεια της συνταξιοδότησης ορίζεται σε τρία έτη από την πρώτη του επόμενου του θανάτου μήνα.
4. Εάν ο/η δικαιούχος συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά τη διάρκεια της τριετίας αυτής, η καταβολή της σύνταξης διακόπτεται με τη συμπλήρωση της τριετίας από την πρώτη του επόμενου του θανάτου μήνα και επαναχορηγείται με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του/της.
5. Εάν ο/η δικαιούχος δεν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά τη διάρκεια αυτής της τριετίας, είτε έχει τέκνο ή τέκνα που υπάγονται στην περίπτωση β’ της παρ. 1 του άρθρου 12, όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 4499/2017, είτε ο ίδιος είναι ανίκανος για την άσκηση κάθε βιοποριστικής εργασίας κατά ποσοστό 67% και άνω (η εκτίμηση της ανικανότητας του επιζώντος συζύγου να ασκήσει κάθε βιοποριστική εργασία κατά ποσοστό 67% και άνω θα πρέπει να βασίζεται σε γνωμάτευση των αρμόδιων υγειονομικών επιτροπών), η σύνταξη συνεχίζει να καταβάλλεται για όσο χρόνο πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις.
Εάν συντρέχει λόγος διακοπής, επειδή δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις συνέχισης καταβολής της, επαναχορηγείται με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του επιζώντος συζύγου.
Εάν δεν έχει συμπληρωθεί το 55ο έτος της ηλικίας του επιζώντος συζύγου ούτε κατά τον θάνατο ούτε κατά τη διάρκεια λήψης της σύνταξης, η σύνταξη χορηγείται μόνο για τρία έτη.
Χρονικά όρια για τα τέκνα
Για τα τέκνα, για όσο χρόνο παραμένουν άγαμα και δεν έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης:
Μέχρι να συμπληρώσουν το 18ο έτος της ηλικίας τους.
Μέχρι να συμπληρώσουν το 24ο έτος της ηλικίας τους, εφόσον και για όσο χρόνο φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες αναγνωρισμένες σχολές του εσωτερικού ή του εξωτερικού ή σε Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης ή Κέντρα/Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης.
Μέχρι να συμπληρώσουν το 24ο έτος της ηλικίας τους, εφόσον ο θάνατος επήλθε κατά τη διάρκεια του έτους προετοιμασίας τους για την εισαγωγή σε ανώτερη ή ανώτατη σχολή. Μεταξύ άλλων, διευκρινίζεται ότι το δικαίωμα παρέχεται ανεξαρτήτως της επιτυχούς ή μη έκβασης των εξετάσεων και ισχύει και για τα επόμενα της Γ’ Λυκείου έτη.
Η προετοιμασία για τις εξετάσεις πιστοποιείται με το πιστοποιητικό συμμετοχής του παιδιού στις πανελλήνιες εξετάσεις. Ως έτος προετοιμασίας για τις πανελλήνιες εξετάσεις ορίζεται το χρονικό διάστημα μεταξύ της 1ης Ιουλίου και της 30ής Ιουνίου του επόμενου έτους.
Επίσης τονίζεται ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 20 του Ν. 4019/2011 (για τους ασφαλισμένους του τ. ΙΚΑ – ΕΤΑΜ), καθώς και εκείνες της παρ. 5 του άρθρου 26 του Ν. 4075/2012 (για τους ασφαλισμένους όλων των τ. φορέων κοινωνικής ασφάλισης, πλην ΙΚΑ και ΟΓΑ), οι οποίες προβλέπουν ότι το δικαίωμα σε σύνταξη παρατείνεται:
Για το χρονικό διάστημα μεταξύ του επόμενου της ενηλικίωσης μήνα και μέχρι τον μήνα έναρξης του ακαδημαϊκού έτους, όταν το 18ο έτος της ηλικίας συμπληρώνεται πριν από την εισαγωγή σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και εφόσον η εισαγωγή σε αυτές τις σχολές γίνει μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος με αυτό της ενηλικίωσης.
Ή και μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους, εφόσον κατά τον χρόνο θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου δεν έχουν συνάψει γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης και είναι ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία και η ανικανότητά τους επήλθε πριν από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους.
Η λήξη του δικαιώματος στην περίπτωση αυτή επέρχεται είτε με τη σύναψη γάμου ή συμφώνου συμβίωσης είτε με τη διαπίστωση ότι δεν υφίσταται πλέον ανικανότητα για την άσκηση κάθε βιοποριστικής εργασίας, εκτίμηση που, με βάση τη διατύπωση της περ. δ’ της παρ. 3 του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016, ανατίθεται στην αρμόδια υγειονομική επιτροπή, δεδομένου ότι συναρτάται ως προς τον χρόνο επέλευσής της (κατά την ημερομηνία θανάτου και πριν από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας).
Οι διαζευγμένοι
Επιπρόσθετα το δικαίωμα των διαζευγμένων στη σύνταξη, λόγω θανάτου, συναρτάται και ως προς το εισοδηματικό κριτήριο που καθορίζεται στη διάταξη αυτή, δηλαδή ότι το μέσο μηνιαίο ατομικό φορολογητέο εισόδημά τους δεν πρέπει να υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στο Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων που καταβάλλεται από τον ΟΓΑ, σύμφωνα με το άρθρο 93 του ίδιου νόμου, όπως ισχύει (κατά την πρώτη εφαρμογή 360,00 ευρώ x 2 = 720,00 ευρώ). Στο εισόδημα αυτό δεν θα συνυπολογίζεται η διατροφή που κατέβαλλε ο πρώην σύζυγος.
Το συνολικό ποσό
Τώρα, σύμφωνα με την εγκύκλιο, το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος ή/και του διαζευγμένου συζύγου δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 που αντιστοιχεί σε 20 έτη ασφάλισης, δηλαδή των 384,00 ευρώ. Εάν ο χρόνος ασφάλισης του θανόντος είναι μικρότερος των 20 ετών, το ως άνω ποσό βαίνει μειούμενο κατά 1,25% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των 20 ετών και μέχρι τη συμπλήρωση 15 ετών ασφάλισης.
Για χρόνο ασφάλισης μικρότερο των 15 ετών, το ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος ή/και του διαζευγμένου συζύγου δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των 360,00 ευρώ. Ο χρόνος ασφάλισης που καθορίζει το κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου υπολογίζεται με βάση κάθε πλήρες έτος ασφάλισης που είχε πραγματοποιήσει ο θανών.
Συνεπώς το κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου, ανάλογα με τον χρόνο ασφάλισης, διαμορφώνεται ως εξής:
Μέχρι και 15 πλήρη έτη ασφάλισης: 360,00 ευρώ.
Μέχρι και 16 πλήρη έτη ασφάλισης: 364,80 ευρώ.
Μέχρι και 17 πλήρη έτη ασφάλισης: 369,60 ευρώ.
Μέχρι και 18 πλήρη έτη ασφάλισης: 374,40 ευρώ.
Μέχρι και 19 πλήρη έτη ασφάλισης: 379,20 ευρώ.
Από 20 πλήρη έτη ασφάλισης και άνω: 384,00 ευρώ.
Όταν χορηγείται σύνταξη λόγω θανάτου μόνο σε σύζυγο ή μόνο σε διαζευγμένο, τα κατώτατα ποσά σύνταξης χορηγούνται αυτοτελώς στον δικαιούχο, ενώ όταν συμμετέχουν στη σύνταξη και τα δύο αυτά πρόσωπα, τα ανωτέρω ποσά επιμερίζονται μεταξύ επιζώντος και διαζευγμένου, σύμφωνα με τα ποσοστά που προβλέπονται στην υποπερίπτωση β’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 4 του άρθρου 12.
Το κατώτατο ποσό σύνταξης που χορηγείται στα ανωτέρω πρόσωπα δεν μειώνεται βάσει των ρυθμίσεων των υποπεριπτώσεων α’ και β’ της περ. α’ της παρ. 4 του άρθρου 12, επειδή αυτές συνιστούν μέρος του υπολογισμού του ποσού της ανταποδοτικής σύνταξης λόγω θανάτου και εφόσον καταλήξει σε ποσό που υπολείπεται των κατά περίπτωση (ανάλογα με τα πλήρη έτη ασφάλισης του θανόντα) κατώτατων ποσών, χορηγείται το κατώτατο ποσό.
Υποπερίπτωση β’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4499/2017: Όταν στη σύνταξη συμμετέχουν τέκνα, το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου που δικαιούνται σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπολείπεται των ανωτέρω ποσών, ανάλογα με τα έτη ασφάλισης του θανόντος. Σε περίπτωση δε που υπάρχουν περισσότερα του ενός τέκνα που δικαιούνται σύνταξη λόγω θανάτου, το ανωτέρω κατώτατο ποσό επιμερίζεται μεταξύ τους, ακολουθώντας τα ποσοστά που προβλέπονται στην υποπερίπτωση γ’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 4 του άρθρου 12.
Σε περίπτωση που συμμετέχουν στη σύνταξη αμφοτεροπλεύρως ορφανά τέκνα, έκαστο δικαιούται αυτοτελώς το κατώτατο ποσό που αντιστοιχεί στα έτη ασφάλισης του θανόντος, όπως προεκτέθηκε, υπό την προϋπόθεση ότι δεν λαμβάνει ή δεν δικαιούται σύνταξη από τον άλλο γονέα.