Καθαρά Δευτέρα. Πως πήρε το όνομά της. Γιατί τρώμε λαγάνα

Η Καθαρά Δευτέρα ονομάστηκε έτσι γιατί καλούμαστε να αφήσουμε πίσω μας όλες τις αμαρτωλές συνήθειες και κραιπάλες, συμπεριλαμβανομένων και των αρτύσιμων, δηλαδή των μη νηστίσιμων, φαγητών, καθαρίζοντας με τον τρόπο αυτό την ψυχή και το σώμα μας.

Έτσι κι αλλιώς η νηστεία έχει ήδη ξεκινήσει “μερικώς” μια βδομάδα πριν, καθώς όλη την προηγούμενη εβδομάδα δεν τρώμε κρέας.

Συγκεκριμένα η προ-προηγούμενη Κυριακή, “της Απόκρεω” (από εκεί πήραν το όνομά τους οι Απόκριες), είναι σύμφωνα με την Ορθόδοξη παράδοση η τελευταία μέρα που τρώμε κρέας.

Επίσης, η Κυριακή πριν την Καθαρά Δευτέρα ονομάζεται “της Τυροφάγου” επειδή είναι η τελευταία μέρα που τρώμε γαλακτοκομικά.

Καθαρά Δευτέρα το τέλος της Αποκριάς. Εκτός, όμως, από χριστιανική σημασία της, η Καθαρά Δευτέρα είναι για πολλούς το τέλος της Αποκριάς, καθώς εκείνη την μέρα πέφτει η αυλαία για τις αποκριάτικες εορταστικές εκδηλώσεις που ξεκίνησαν την Τσικνοπέμπτη.

Ο εορτασμός της Καθαράς Δευτέρας στην ύπαιθρο είναι γνωστός και ως “Κούλουμα”. Πολλοί Δήμοι μάλιστα διοργανώνουν εκδηλώσεις με συναυλίες ή άλλα δρώμενα και προσφέρουν δωρεάν διάφορα σαρακοστιανά. Ωστόσο, αν και η λέξη Κούλουμα χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, η προέλευση της δεν είναι ξεκάθαρη.

Σύμφωνα με μια άποψη ο όρος είναι αθηναϊκός και προέρχεται από τους στύλους (κολώνες) του Ολυμπίου Διός, για τους οποίους οι αθηναίοι χρησιμοποιούσαν την λατινική λέξη columna.

Κύρια έθιμα σε όλη την Ελλάδα είναι το πέταγμα του χαρταετού, αλλά και το λεγόμενο Γαϊτανάκι, έθιμο που έφεραν από την Μικρά Ασία οι πρόσφυγες.

Στα Μεστά και στους Ολύμπους της Χίου, αναβιώνει το Έθιμο του Αγά με τις ρίζες του στην Τουρκοκρατία, όπου σε ένα θεατρικό ο Αγάς ως δικαστής, καταδικάζει με χιούμορ τους θεατές. Άλλο έθιμο με ρίζες στην Τουρκοκρατία είναι εκείνο της μεταμφίεσης κάποιου κατοίκου της Αλεξανδρούπολης σε Μπέη και της περιφοράς του στην πόλη μοιράζοντας ευχές.

Οι κάτοικοι του Πόρου καθαρίζουν τα μαγειρικά σκευάσματά τους από τα λίπη των κρεάτων που καταναλώθηκαν τις Απόκριες σε ένα έθιμο που αποκαλείται ξάρτυσμα. Σε ορισμένα χωριά της Κέρκυρας λαμβάνει μέρος ο Χορός των Παπάδων όπου οι Ιερείς στήνουν χορό που ακολουθείται από τους γέροντες. Στην Κάρπαθο οδηγούνται στο Λαϊκό Δικαστήριο Ανήθικων Πράξεων από τους Τζαφιέδες, δηλαδή τους χωροφύλακες, οι κάτοικοι που αντάλλαξαν απρεπείς χειρονομίες ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη από τους σεβάσμιους της πόλης. Το αλευρομουτζούρωμα στο Γαλαξίδι, όπου οι καρναβαλιστές πασαλείφονται με αλεύρι και χορεύουν κυκλικά. Στην Μεθώνη Μεσσηνίας γίνεται του Κουτρούλη ο γάμος, αναπαράσταση ενός πραγματικού γάμου του 14ου αιώνα, ενώ στην Νέδουσα οι αγρότες προσκαλούν την ευημερία με το αγροτικό καρναβάλι τους. Στη Βόνιτσα ένας αχυρένιος ψαράς δεμένος σε γάιδαρο γυρνώντας μέσα από το χωριό καταλήγει σε μια φλεγόμενη βάρκα στο έθιμο του Αχυρένιου-Γληγοράκη, ενώ στη Θήβα λαμβάνει μέρος ο βλάχικος γάμος όπου ξυρίζεται ο γαμπρός για να παντρευτεί κάποιον άντρα συγχωριανό του μεταμφιεσμένο σε νύφη. Τέλος, οι Μουτζούρηδες στο Πολύσιτο Βιστωνίδας, μουτζουρώνουν με κάπνα τους επισκέπτες του χωριού.

ΓΙΑΤΙ ΤΡΩΜΕ ΛΑΓΑΝΑ

Η λαγάνα είναι ο άζυμος άρτος (ψωμί), ο οποίος φτιάχνεται με παραδοσιακό τρόπο στην Ελλάδα μόνο μια μέρα του χρόνου, την Καθαρή Δευτέρα, ενώ το όνομά της προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό “λάγανον”, μια πλακωτή ζύμη που παρασκευάζεται από αλεύρι και νερό και σηματοδοτεί την έναρξη της νηστείας της Μεγάλης Σαρακοστής. Η λαγάνα αναφέρεται ως έδεσμα σε πολλά κείμενα της Αρχαιότητας. Ένα από αυτά είναι οι Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη, όπου αναφέρεται η φράση λαγάνα πέττετται δηλαδή λαγάνες γίνονται.

Μια θεωρία θέλει η λαγάνα να παρομοιάζεται με τον άρτο που κατανάλωσαν οι Ισραηλίτες κατά την έξοδό τους από την Αίγυπτο, από τότε και μέχρι τη στιγμή που ο Χριστός ευλόγησε τον ένζυμο άρτο. Τα αρτοποιεία μένουν ανοικτά τη συγκεκριμένη μέρα, αντίθετα με τα περισσότερα εμπορικά καταστήματα, αποκλειστικά για την παρασκευή και διάθεση λαγάνας.

 

πηγή

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ