Τζένη Ιωακειμίδου: Τι απαντούν οι αστυνομικοί στην καταγγελία της
Με οριστική αφαίρεση διπλώματος κινδυνεύει η Τζένη Ιωακειμίδου, όπως αποκαλύπτεται λίγο αφότου κατήγγειλε αστυνομικούς, οι οποίοι την σταμάτησαν επειδή έτρεχε, για ανάρμοστη συμπεριφορά την ώρα που πήγαινε το παιδί της στο νοσοκομείο.
Η καταγγελία που έκανε η ηθοποιός με ανάρτηση στον λογαριασμό της στο Facebook, έγινε θέμα σε εκπομπές και ιστοσελίδες, ενώ προκάλεσε ποικίλα σχόλια από τους διαδικτυακούς της φίλους.
Ωστόσο, αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που η Τζένη ενεπλάκη σε «θερμό επεισόδιο» με αστυνομικούς. Σύμφωνα με όσα είπαν στο protothema.gr πηγές από την Τροχαία, πριν από περίπου δύο μήνες η ηθοποιός πιάστηκε ξανά από το ραντάρ να τρέχει στην περιοχή της παραλιακής, υπερβαίνοντας κατά πολύ το όριο ταχύτητας. Το δίπλωμα της αφαιρέθηκε επιτόπου.
Αυτή είναι η δεύτερη φορά που πιάνεται για τα ίδια αδικήματα και, σύμφωνα με τον Νόμο, σε αυτές τις περιπτώσεις (δηλαδή παραβίαση ερυθρού σηματοδότη, stop και ορίου ταχύτητας δύο φορές μέσα σε ένα χρόνο), η άδεια οδήγησης του παραβάτη αφαιρείται οριστικά και πρέπει ο οδηγός να δώσει εκ νέου εξετάσεις για την απόκτηση του διπλώματος.
Η ηθοποιός παραδέχθηκε στην καταγγελία της ότι έτρεχε και πέρασε με κόκκινο, αποδίδοντας την συμπεριφορά της στο ότι πήγαινε το παιδί της στο νοσοκομείο και «κάρφωσε» τους αστυνομικούς που την σταμάτησαν για ανεπίτρεπτη συμπεριφορά και ότι την καθυστέρησαν, παραβλέποντας την κατάσταση.
Τους ισχυρισμούς της ηθοποιού σχολίασε, με ανάρτηση στο Facebook, ο πρόεδρος της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Νοτιοανατολικής Αττικής Γιώργος Καλλιακμάνης. «Δεν μπορώ να γνωρίζω αν όσα καταγγέλλει η κυρία είναι αλήθεια ή ψέματα, όμως, εκεί που ταυτίζονται οι απόψεις είναι στο γεγονός ότι έτρεχε με περίπου 140 χιλιόμετρα την ώρα, σε έναν δρόμο που το όριο ταχύτητας είναι 80 χιλιόμετρα. Και στη συνέχεια παραβίασε και ερυθρό σηματοδότη. Έθεσε λοιπόν σε κίνδυνο τη δική της ζωή, τη ζωή του παιδιού της, αλλά και τη ζωή των ανυποψίαστων ανθρώπων που εκείνη τη στιγμή, είτε πήγαιναν στη δουλειά τους, είτε γύριζαν στο σπίτι τους, είτε έκαναν την βόλτα τους ανυποψίαστοι».
«Πρέπει λοιπόν όλοι μας να συνειδητοποιήσουμε ότι, πολλές φορές, είτε γιατί έτσι έχουμε συνηθίσει, είτε κάτω από οποιαδήποτε συναισθηματική φόρτιση λόγω κάποιου έκτακτου γεγονότος, γινόμαστε εν δυνάμει δολοφόνοι άλλων ανθρώπων, που στο κάτω – κάτω δεν φταίνε σε τίποτα ή δολοφόνοι του ίδιου του εαυτού μας και της οικογένειας μας», συνεχίζει και, τονίζοντας πως δεν γνωρίζει ποια ήταν η συμπεριφορά των συναδέλφων του, καταλήγει: «αν λέει αλήθεια ή κυρία και όντως προσπαθούσε να μεταβεί σε ένα γιατρό πολύ γρήγορα, αν σταματούσε την ώρα που της έκαναν σήμα οι τροχονόμοι και τους έλεγε “βοηθήστε με το παιδί μου έχω πρόβλημα”, οι τροχονόμοι θα κοίταζαν να εξαντλήσουν την αυστηρότητα τους ή θα την βοηθούσαν να φτάσει στον προορισμό της σώα και αβλαβής; Πέντε τροχονόμοι ήταν στο σημείο, όλοι απάνθρωποι και αγενείς;».