Από τον Γιώργο Πράτανο,

Ο Δημήτρης Κωνσταντίνου και ο Παναγιώτης Κοτρωνάρος βρίσκονται στην ψηλότερη κορυφή της αμερικανικής ηπείρου, όταν ο πρώτος πέφτει νεκρός. Ο συνορειβάτης του περιγράφει στο People τη μοιραία κατάβαση και αρνείται να φύγει από την Αργεντινή χωρίς τη σορό του φίλου του.

Για το λάτρη της ορειβασίας, τον 58χρονο γιατρό Δημήτρη Κωνσταντίνου, η κατάκτηση της Ακονκάγκουα, του πιο ψηλού βουνού των Άνδεων, θα ήταν η τελευταία μεγάλη απόλαυση της ζωής του, το τελευταίο τικ σε μια «to do» λίστα, που έμεινε ανεκπλήρωτη. Ο επί πολλά χρόνια συνορειβάτης του, Παναγιώτης Κοτρωνάρος, είχε το θλιβερό καθήκον να του κλείσει τα μάτια, μερικές δεκάδες μέτρα πιο κάτω από την υψηλότερη κορυφή της αμερικανικής ηπείρου. Το People εντόπισε τον έμπειρο ορειβάτη στην πόλη Μεντόζα, όπου παραμένει μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες και το φέρετρο με τη σορό του ορειβάτη να μπει στο αεροπλάνο με προορισμό την Αθήνα. «Δεν γυρίζω πίσω χωρίς τον Δημήτρη» είχε γράψει στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook.

Ο δρόμος προς την κορυφή

Η πενταμελής ομάδα των Ελλήνων ορειβατών ξεκίνησε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς το ταξίδι της για την πόλη Μεντόζα της Αργεντινής και στις 2 Ιανουαρίου περνούσε την είσοδο του Εθνικού Πάρκου, σε υψόμετρο 2.800 μ. Στα 3.300 μ. σταμάτησαν στον καταυλισμό Κονφλουένσια, που έχουν στήσει οι ιθύνοντες του Εθνικού Πάρκου και όπου παραμένουν όλες οι ομάδες για εγκλιματισμό, προσαρμογή δηλαδή στο υψόμετρο. «Εκεί παραμείναμε κι εμείς για τρεις ημέρες, για να βελτιώσουμε την προσαρμογή μας στην έλλειψη οξυγόνου καθώς ανεβαίνουμε ψηλότερα. Στη συνέχεια προωθηθήκαμε στην κατασκήνωση βάσης, στα 4.400 μ., στην Πλάζα ντελ Μούλας, στην οποία φτάσαμε στις 5 Ιανουαρίου έπειτα από εννιά ώρες πεζοπορίας» μου εξιστορεί ο Παναγιώτης, ένας από τους πιο γνωστούς και μπαρουτοκαπνισμένους Έλληνες ορειβάτες. Στην Πλάζα ντελ Μούλας κατασκηνώνουν όλες οι αποστολές που ανεβαίνουν στο όρος Ακονκάγκουα (το ψηλότερο βουνό της Αμερικής, 6.962 μ.). Εκεί η ελληνική ομάδα παρέμεινε για εγκλιματισμό κάποιες ημέρες μέχρι να προωθηθεί στα high camps (υψηλές κατασκηνώσεις). Στο συγκεκριμένο camp (Πλάζα ντελ Μούλας) υπάρχει μονάδα ιατρικής φροντίδας. Όσοι ορειβάτες περνούν από εκεί υποχρεωτικά υποβάλλονται σε εξετάσεις. «Αν οι γιατροί κρίνουν πως δεν είσαι σε θέση να συνεχίσεις, δεν σου επιτρέπουν να συνεχίσεις. Θα πρέπει να υπάρχει σφραγίδα γιατρού στην άδεια ανάβασης. Ένα μέλος της ομάδας μας, ο Ευάγγελος Μορισσαίος, δεν πήρε την ιατρική συγκατάθεση για να συνεχίσει κι έτσι ένα ελικόπτερο τον κατέβασε και πάλι κάτω».
Στις 11 Ιανουαρίου η τετραμελής πλέον ομάδα έφτασε στο Κάναντα, ένα μικρό οροπέδιο στα 5.050 μ. (camp 1). Δύο μέρες αργότερα ανέβηκαν στα 5.600 μ., στο διάσελο Νίντο ντε Κόντορες (camp 2). Μια ημέρα αργότερα ένα άλλο μέλος της αποστολής, η Φανή Κουσιπέτκου, παραπονέθηκε πως δεν αισθανόταν καλά και έπειτα από εξέταση που πραγματοποίησε ο γιατρός Δημήτρης Κωνσταντίνου τής συνέστησε να κατέβει σε χαμηλότερο υψόμετρο, αφού είχε διαγνώσει συμπτώματα της νόσου του βουνού. Μετά από επικοινωνία με τους rangers του Εθνικού Πάρκου στάλθηκε ελικόπτερο για τη μεταφορά της. Στον ίδιο χώρο υπήρχαν άλλες δύο μεγάλες αποστολές, οι Aconcagua Vision και οι Inka Expediciones, «που συνολικά αριθμούσαν δεκαπέντε μέλη και ακολουθούσαμε το ίδιο πρόγραμμα. Το δελτίο καιρού που είχαμε στα χέρια μας στις 13 Ιανουαρίου έγραφε πως η επομένη θα ήταν η καλύτερη ημέρα για να πιάσουμε κορυφή, από άποψη καιρικών συνθηκών. Αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς, στις 14 Ιανουαρίου, για την ανάβαση στην κορυφή». Η αναχώρηση της τριμελούς, πλέον, ομάδας από το camp προγραμματίστηκε για τη 1.00 το βράδυ, αφού λόγω του μεγάλου υψομέτρου θα βάδιζαν με χαμηλό ρυθμό. «Είχαμε υπολογίσει πως θα χρειάζονταν δώδεκα με δεκατέσσερις ώρες για να φτάσουμε στην κορυφή, ανάλογα και με την ποιότητα του χιονιού. Είχα και πριν από μια δεκαετία ανέβει στο συγκεκριμένο βουνό, αλλά τότε οι συνθήκες ήταν πιο ξηρές, δεν είχε τόσο πολύ χιόνι». Η ομάδα είχε ορίσει deadline στις 3.00 το μεσημέρι, αφού αυτό το “παράθυρο” της καλοκαιρίας θα έκλεινε στις 5.00 το απόγευμα, σύμφωνα με τις προβλέψεις. «Αυτή ήταν η μοναδική μας ευκαιρία για να ανέβουμε στην κορυφή γιατί ο καιρός θα χαλούσε τις επόμενες ημέρες» συμπληρώνει.

Ο Δημήτρης Κωνσταντίνου στο δρόμο προς την κορυφή.

Οι απώλειες κατά την ανάβαση

«Η ομάδα ήταν σε άριστη κατάσταση και εγκλιματισμένη για το τελευταίο στάδιο» μου λέει ο Παναγιώτης. Τα πάντα κύλησαν σύμφωνα με το πρόγραμμα και στη 1.00 το βράδυ ξεκίνησαν. «Μετά από μισή ώρα ανάβασης ο Αναστάσιος Δημόπουλος ένιωσε κρύα τα πόδια και τα χέρια του, φοβήθηκε κρυοπαγήματα και επέστρεψε στο camp 2. Περίπου στις 12.00 το μεσημέρι φτάσαμε στη βάση του τελευταίου κουλουάρ, στην Καναλέτα. Στις 2.30 είχαμε φτάσει 150 μ. από την κορυφή. Τότε ο καιρός άρχισε να “κλείνει”. Είχα μαζί μου τις σημαίες και επίσης είχα τη δυνατότητα να αλλάξω ρυθμό και να πάω πιο γρήγορα. Οπότε είπα στον Δημήτρη πως “επειδή ο καιρός αλλάζει, πρέπει ή να επισπεύσουμε ή να γυρίσουμε πίσω”. Συμφώνησε και συνέχισε με το δικό του ρυθμό, ενώ εγώ ανέβηκα στην κορυφή, όπου έβγαλα τις απαραίτητες φωτογραφίες» μου διηγείται ο Παναγιώτης, που συνάντησε τον Δημήτρη ξανά λίγο ψηλότερα από το σημείο που τον είχε αφήσει, σε υψόμετρο περίπου 6.900 μ. Του έδωσα “συγχαρητήρια”, του είπα “τα πήγες πολύ καλά, αλλά δυστυχώς ο καιρός μάς δυσκόλεψε”».

Παναγιώτης Κοτρονάρος: Ο 47χρονος ορειβάτης είναι ο μόνος εν ζωή Έλληνας που έχει ανέβει σε τρεις κορυφές άνω των 8.000 μέτρων.

Ο τραγικός χαμός

Στο δρόμο της επιστροφής ο Δημήτρης προπορευόταν και ο Παναγιώτης ακολουθούσε στα τρία μέτρα. «Στο μονοπάτι μπροστά μας ήταν οι περίπου 15 ορειβάτες των δύο άλλων ομάδων, άλλοι είχαν πιάσει κορυφή, άλλοι όχι. Μιλάμε για ένα μη αναρριχητικό μονοπάτι πεζοπορικού χαρακτήρα, με πολύ χιόνι. Όπως περπατούσαμε, βλέπω τον Δημήτρη να χάνει το βηματισμό του, να κάνει δύο οχτάρια και να πέφτει. Στην αρχή νόμιζα πως έμπλεξε σε κάποια πέτρα ο εξοπλισμός και έχασε την ισορροπία του. “Πρόσεχε, Δημήτρη!” του λέω. Σηκώνεται πάνω, κάνει αμέσως ξανά και νέο οχτάρι και πέφτει δεξιά στο πρανές, που ήταν καλυμμένο με φρέσκο χιόνι. Δίπλα του ήταν ένας μεγάλος βράχος και ακούμπησε εκεί. Πηγαίνοντας προς το μέρος του, του φώναξα “Δημήτρη, είσαι καλά;”, αλλά δεν πήρα απάντηση, κάτι που με ανησύχησε. Όταν στάθηκα πάνω του, του έβγαλα τα γυαλιά και είδα πως ήταν ήδη νεκρός. Δεν αντιδρούσε και οι κόρες των ματιών του είχαν γυρίσει ανάποδα».
Όταν συνειδητοποίησε τι συνέβαινε, άρχισε να φωνάζει για βοήθεια στις δύο άλλες ομάδες που κατέβαιναν μαζί. «Γνώριζα τον αρχηγό της μιας ομάδας, τον Ματίας, με τον οποίο είχαμε γνωριστεί κατά τη διάρκεια της ανάβασης, αλλά κανείς δεν γύρισε να με βοηθήσει. Ούτε καν συγκινήθηκε κάποιος, ώστε να έρθει να διαπιστώσει τι συμβαίνει. Δεν λέω πως θα σώζαμε τον Δημήτρη. Αλλά θα μπορούσαν να βοηθήσουν».
Στις ομάδες, πέρα από τους ορειβάτες, υπήρχαν και ντόπιοι πιστοποιημένοι οδηγοί. «Εκείνοι συνέχισαν την κατάβαση. Εγώ έμεινα μόνος μου και του έκανα μαλάξεις και τεχνητές αναπνοές. Σε αυτό το υψόμετρο είναι πολύ δύσκολο να επανέλθει κανείς, αφού υπάρχει έλλειψη οξυγόνου. Ένας άνθρωπος που παθαίνει καρδιακό επεισόδιο ακόμη και στο νοσοκομείο δυσκολεύεται να ανακάμψει, πόσο μάλλον σε υψόμετρο 7.000 μ. τη στιγμή που ο καιρός αρχίζει να χειροτερεύει. Δεν γινόταν να επανέλθει, ούτε να μείνει ζεστός. Αφού του έκανα μαλάξεις επί είκοσι λεπτά, τον τράβηξα σε ένα χαρακτηριστικό σημείο ώστε όταν γίνει η προσπάθεια εντοπισμού και διακομιδής να μην ψάχνουν στα τυφλά. Τον έβαλα δίπλα σε ένα βράχο και ξεκίνησα να κατεβαίνω γιατί ήδη είχε ξεκινήσει η χιονοθύελλα. Πρόλαβα μάλιστα τις άλλες δύο ομάδες που κατέβαιναν, προτού φτάσουν στο camp Cholera στα 6.000 μ. Η πυκνή ομίχλη τούς είχε αποπροσανατολίσει. Με βοήθησε η ειδική συσκευή GPS που καταγράφει τη διαδρομή της ανόδου και έτσι ακολουθούσα την ίδια διαδρομή και στην κάθοδο. Είπα στους τρεις οδηγούς την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουμε και έτσι καταφέραμε να φτάσουμε στο camp. Επειδή οι ορειβάτες των αποστολών ήταν εξαντλημένοι και αφυδατωμένοι, προτίμησαν να μείνουν στο camp, ενώ εγώ συνέχισα για να κατέβω στον σταθμό της αστυνομίας (5.600 μ.) και να αναφέρω όσα συνέβησαν».
Οι αρχηγοί των αποστολών είχαν ήδη ειδοποιήσει για το τραγικό περιστατικό τους αστυνομικούς μέσω ασυρμάτου. Όταν ο Παναγιώτης έφτασε στο σταθμό, επιβεβαίωσε το συμβάν. «Μου είπαν πως με το που θα βελτιωθεί ο καιρός θα ανέβει ελικόπτερο για να τον παραλάβει» εξηγεί. Το ελικόπτερο όμως δεν θα μπορούσε να φτάσει στα 6.900 μ., υψόμετρο πολύ μεγάλο. Οπότε θα έπρεπε η σορός του να μεταφερθεί με φορείο στο πιο κοντινό camp, στα 5.600 μ.

Ο Παναγιώτης κατέβηκε στην πόλη της Μεντόζα, αρνούμενος να επιστρέψει στην Ελλάδα. «Πίεσα την ελληνική πρεσβεία και εκείνη με τη σειρά της τις Αρχές, για να είμαι στην ομάδα που θα κατέβαζε τη σορό του Δημήτρη. Ήταν επιθυμία μου και επιθυμία της οικογένειας. Δυστυχώς, οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις δεν κάμφθηκαν. Επιθυμία της οικογένειας ήταν η σορός να κατέβει στην καλύτερη δυνατή κατάσταση». Πέντε ημέρες μετά, το προηγούμενο Σάββατο, με τις καιρικές συνθήκες να ομαλοποιούνται, μια ομάδα Αργεντινών διασωστών έκανε τη διακομιδή και η σορός βρέθηκε στο νοσοκομείο της Μεντόζα. Την ώρα που γράφεται το ρεπορτάζ, ο Παναγιώτης περιμένει το πόρισμα του ιατροδικαστή.

Ο γιατρός ορειβάτης

Ο Δημήτρης Κωνσταντίνου ήταν 58 ετών, πατέρας δύο κοριτσιών που είναι φοιτήτριες. Είχε μακρά εμπειρία στην ορειβασία. «Είχαμε ανέβει μαζί στο Κιλιμάντζαρο (5.896 μ.), στο Μον Μπλαν (4.808 μ.), στο Μόντε Ρόζα στις Άλπεις που είναι αναρριχητικό βουνό (4.640 μ.), στον Καύκασο (5.642 μ.), στο Αραράτ (5.167 μ.)» λέει ο Παναγιώτης Κοτρωνάρος. Επίσης, έτρεχε σε Μαραθωνίους – και στον πρόσφατο της Αθήνας, ήταν ποδηλάτης, ενώ είχε ποδηλατήσει στο διεθνή αγώνα Παρίσι – Δρέσδη 1.200 χλμ. σε τέσσερις ημέρες. «Είχε πολύ καλή φυσική κατάσταση, αλλά, πέρα από αυτό, είχε τεστάρει τον εαυτό του σε ακραίες προσπάθειες, που σε φτάνουν στα όριά σου». Ήταν γιατρός, καθηγητής στη Νευροχειρουργική Κλινική στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Ρίου. Είχε επίσης ειδίκευση στην Ιατρική Υψηλού Βουνού. «Έκανε μαθήματα στους γιατρούς που ήθελαν να πάρουν ειδικότητα στο Mountain Medicine. Ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε πολύ καλά τη φυσιολογία του ανθρώπινου οργανισμού σε μεγάλο υψόμετρο. Για εμάς ήταν μεγάλη υπόθεση να βρίσκεται μαζί μας ένας ορειβάτης που είναι γιατρός. Γνωριζόμαστε από το 2006. Γνωρίζω και τη σύζυγό του, ήμουν εγώ που ενημέρωσα την κυρία Ασπασία. Οι φιλίες στο βουνό είναι πολύ δυνατές. Στην προσπάθειά μας να ανέβουμε αυτά τα βουνά, έχουμε μοιραστεί το ένα ποτήρι νερό στα δύο. Το βουνό σε δένει, αφού πέρα από τον κοινό στόχο υπάρχει και η επιβίωση. Η συντροφικότητα είναι από τους πιο σημαντικούς παράγοντες για να ανέβεις σε ένα βουνό».

Όλα τα νέα, πλούσιο ρεπορτάζ, καθημερινές στιγμές διασήμων και ξεχωριστές στιγμές καθημερινών ανθρώπων στο People, που κυκλοφορεί αυτή την Κυριακή, μαζί με το Πρώτο Θέμα.