Από τη Ζένια Σώρου

Στις παραστάσεις της την ακούμε να ερμηνεύει από Τάνια Τσανακλίδου και Édith Piaf μέχρι Marlene Dietrich – έχει και η ίδια αυτή την ξεχωριστή γαργαριστή χροιά και μια θεατρικότητα που καθηλώνει. Η Παυλίνα Στυλιανού μοιάζει φτιαγμένη για να τραγουδά, αν και μέχρι πριν από λίγα χρόνια όλα έδειχναν πως θα έκανε καριέρα στην ερευνητική ιατρική. Μέχρι που αποφάσισε να κυνηγήσει το όνειρό της.

Μεγάλωσες στην Κύπρο; Ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με τη μουσική;

Έζησα στην Κύπρο, στη Λεμεσό, μέχρι τα 18. Από παιδί γοητευόμουν από τη δύναμη της μουσικής και γενικότερα της τέχνης, όπου και ξεκίνησα την επαφή μου με το μουσικό χώρο μελετώντας πιάνο και θεωρητικά. Ο θείος George, λάτρης της όπερας, μου έκανε το πρώτο μου μουσικό δώρο όταν έκλεισα 10 χρόνων, μια συλλογή που έχω ακόμα με όλους τους μεγάλους συνθέτες της κλασικής μουσικής. Η μητέρα μου αγαπούσε πάντα το θέατρο και με πήγαινε πολύ συχνά σε θεατρικές παραστάσεις, ενώ η γιαγιά μου από μικρό παιδί μού τραγουδούσε Χατζιδάκι. Το πρώτο τραγούδι που μου έμαθε τότε ήταν το «Φέρτε μου ένα μαντολίνο», ένα κομμάτι που αγάπησα και το τραγουδάω μαζί της μέχρι και σήμερα. Η πρώτη θεατρική παράσταση που παρακολούθησα ήταν Το Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γούλφ; του Edward Albee με πρωταγωνίστρια την αγαπημένη μου ηθοποιό Πέμη Ζούνη, που πολλά χρόνια μετά έγινε δασκάλα μου στην υποκριτική.

Στα 16 ήθελες να κάνεις μια μπάντα στο σχολείο, σου άρεσε το ροκ, το έντεχνο. Είχες κάνει μουσικές σπουδές μέχρι τότε; 


Όχι κάτι άλλο εκτός από πιάνο και θεωρία. Στα 16 απλά ξεκίνησα να γράφω στίχους, να τραγουδάω τ’ αγαπημένα μου τραγούδια και να ηχογραφώ μόνη τη φωνή μου στο εφηβικό μου δωμάτιο. Συμμετείχα στη χορωδία του σχολείου και οργάνωνα μουσικές βραδιές με τους φίλους μου.

Σπούδασες στο Λονδίνο Medical sciences, διατροφή και ψυχοθεραπεία για ασθενείς κυρίως με διαβήτη, έκανες μεταπτυχιακό στη συνέχεια, δούλεψες μάλιστα πάνω σε αυτό σε κλινική στην Αγγλία. Πότε έγινε το «κλικ» μέσα σου να κάνεις restart και να ασχοληθείς επαγγελματικά με τη μουσική;

Με τη μουσική ήμουν ερωτευμένη και ένιωθα πάντα ότι κάτι μου λείπει, παρόλο που αγαπούσα και την άλλη μου δουλειά. Μετά από κάθε συναυλία που παρακολουθούσα μ’ έπιανε μελαγχολία. Δεν μου αρκούσε πια να τραγουδάω για μένα και τους φίλους μου. Μετά την Αγγλία, η αφορμή όπου με έσπρωξε πιο βαθιά στα μουσικά μονοπάτια και συνειδητοποίησα πως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τη μουσική ήταν η καθοριστική γνωριμία μου με την πρώτη μου δασκάλα, τη σοπράνο Μάιρα Μηλολιδάκη, με την οποία ξεκινήσαμε μαθήματα στο κλασικό τραγούδι και το μουσικό θέατρο. Καθοριστική στη συνέχεια ήταν και η συνεργασία μου με την Έλλη Πασπαλά που με στιγμάτισε. Το καλοκαίρι του 2010 αισθάνθηκα ότι θα άλλαζε η ζωή μου και από τότε ξεκίνησε η μεγάλη αλλαγή στην πορεία μου…

Ποια ήταν η μεγαλύτερή σου ανασφάλεια όταν πήρες αυτή την απόφαση και ταυτόχρονα ποιο ήταν το ισχυρότερο κίνητρο;

Είχα μεγάλη ανασφάλεια αν θα καταφέρω να αφεθώ και να εκτεθώ σε ένα νέο, απαιτητικό κοινό. Στο πρώτο μου live έτρεμα και παρέλυσε το αριστερό μου χέρι από το άγχος. Κατάλαβα ότι πρέπει να έχεις γερά νεύρα και αντοχές για να προχωρήσεις σ’ αυτόν το χώρο. Επίσης, όταν πήρα την απόφαση να σταματήσω από την κλινική που δούλευα τότε και να ξεκινήσω να ασχολούμαι επαγγελματικά με το τραγούδι ήξερα ότι ήταν μια πολύ δύσκολη οικονομικά περίοδος για την Ελλάδα. Ρίσκαρα και προχώρησα σαν ελεύθερη επαγγελματίας για να ορίζω το πρόγραμμά μου και να συνδυάζω και τα δύο επαγγέλματα. Δούλευα σε δύο ιδιωτικές κλινικές και παράλληλα ξεκίνησα τις σπουδές μου στη μουσική.

Διαβάστε ολόκληρη την συνέντευξη στο People που κυκλοφορεί αυτή την Κυριακή μαζί με το Πρώτο Θέμα.